Κάτι που είχε αρχίσει σαν μια ασήμαντη εξέγερση στο Μόντφορτ, είχε μετατραπεί πολύ γρήγορα σε σημαντικό πολιτικό πρόβλημα.
Πίσω από μια πόρτα του ίδιου εκείνου δωματίου, με το αφτί του κολλημένο στην κλειδαρότρυπα, ο Όλιβερ ντε Μπάροους άκουγε ικανοποιημένος καθώς ο ντε Μπέκ Φιντέλ συνέχισε μιλώντας στον Γκρινσπάροου για τα οφέλη μιας ανακωχής με τους επαναστάτες, μιας ανακωχής που θα έδινε το Εριαντόρ πίσω στους Εριαντοριανούς.
«Δημιουργούν μεγάλα προβλήματα», επέμενε ο Γασκόνος. «Τα ίδια έκαναν και όταν η Γασκόνη κυβερνούσε το Άβον. Γι’ αυτό χτίσαμε το τείχος, για να κρατήσουμε τους άγριους στον άγριο βορρά! Είναι καλύτερα για όλους έτσι», κατέληξε ο ντε Μπέκ Φιντέλ.
Το χαμόγελο του Όλιβερ έγινε ακόμη πιο πλατύ. Ο χάφλινγκ, γνώστης των συνηθειών και της ζωής των ευγενών του νότιου βασιλείου, είχε κάνει τέλεια τη δουλειά του ως πρέσβης. Η κατάκτηση του Πρίνσταουν μπορεί να έσπρωχνε τον Γκρινσπάροου προς την κατεύθυνση μιας ανακωχής, αλλά ένας καθόλου συγκαλυμμένος υπαινιγμός ότι η πανίσχυρη Γασκόνη μπορεί να συνταχθεί με τους επαναστάτες ή και να τους στείλει βοήθεια ακόμη, σίγουρα θα έβαζε σε μεγάλες σκέψεις τον μάγο-βασιλιά.
«Να διατάξω να ετοιμαστεί το δωμάτιό σας;» ακούστηκε να ρωτά ο ντε Μπέκ Φιντέλ μετά από μερικές στιγμές σιωπής.
«Όχι», απάντησε κοφτά ο Γκρινσπάροου. «Πρέπει να φύγω σήμερα κιόλας».
«…Κατευθείαν για το Καρλάιλ», κάγχασε ο Όλιβερ. Ο χάφλινγκ κοίταξε την κεχριμπαριά πέτρα που κρατούσε στο χέρι του, συμφωνώντας με τον Γκρινσπάροου. Ήταν ώρα να φύγει κι αυτός.
28
Οι λέξεις
Ο Λούθιεν και η Κατρίν ήταν καβάλα στα άλογά τους σε έναν λόφο που έβλεπε προς το Πρίνσταουν. Ο ήλιος ήταν χαμηλά στην ανατολή και οι λοξές ακτίνες του περνούσαν δίπλα τους για να αντανακλαστούν πάνω στα λευκά και ρόδινα μάρμαρα της υπέροχης πόλης. Στον φημισμένο ζωολογικό κήπο του Πρίνσταουν τα εξωτικά ζώα ξυπνούσαν χαιρετώντας την ανατολή με γρυλλίσματα και βρυχηθμούς.
Πέρα από αυτούς τους ήχους, στην πόλη επικρατούσε ησυχία και ηρεμία. Ο πανικός που άρχισε, όταν μαθεύτηκε ότι ο δούκας Πάραγκορ σκοτώθηκε και η φρουρά της πόλης σφαγιάστηκε, είχε καταλαγιάσει.
«Ο Μπριντ’Αμούρ είπε στους κατοίκους της πόλης ότι δεν θα μπει στο Πρίνσταουν ούτε ο στρατός του Εριαντόρ ούτε ο στρατός των νάνων», είπε ο Λούθιεν. «Και έδειξαν να τον εμπιστεύονται».
«Δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς», απάντησε η Κατρίν. «Θα μπορούσαμε να μπούμε στην πόλη και να τους σκοτώσουμε όλους μέσα σε μια μέρα».
«Ξέρουν όμως ότι δεν θα το κάνουμε», είπε κατηγορηματικά ο Λούθιεν. «Ξέρουν γιατί ήλθαμε».
«Δεν είναι σύμμαχοί μας», του υπενθύμισε η Κατρίν. «Αν μπορούσαν να μας διώξουν, θα το έκαναν, μην αμφιβάλλεις γι’ αυτό.
Ο Λούθιεν δεν απάντησε, ήξερε ότι η Κατρίν έχει δίκιο. Παρ’ ότι ήξερε πως η πρόθεση του Μπριντ’Αμούρ είναι να υποχωρήσουν πίσω στο Εριαντόρ, μετά τη σφαγή στο Γκλεν Ντούριτς είχε την ελπίδα ότι, αν οι κάτοικοι του Πρίνσταουν ασπάζονταν τον αγώνα τους, θα μπορούσαν να συνεχίσουν τον πόλεμο, να φτάσουν μέχρι το Καρλάιλ. Αλλά έγινε αυτό που είχε προβλέψει ο Όλιβερ τη μέρα που σχεδίαζαν την επίθεση. Οι κάτοικοι του Πρίνσταουν ήταν ήρεμοι τώρα πιστεύοντας ότι δεν απειλείται η προσωπική τους ασφάλεια, όμως δεν είχαν συμμαχήσει με το Εριαντόρ.
»Επίσης, έχε υπόψη σου», συνέχισε η Κατρίν σκυθρωπή, «ότι ο στρατός μας θα μπει στην πόλη και θα εξοντώσει όποιον μας αντισταθεί, αν ο Γκρινσπάροου στείλει κανέναν νέο στρατό για να χτυπήσει τον βορρά».
Ο Λούθιεν δεν την άκουσε σχεδόν, επειδή δεν ήθελε να την ακούσει και επίσης επειδή είδε τον Όλιβερ πάνω στον Θρεντμπέαρ να πλησιάζει ανεβαίνοντας τον λόφο. Ταυτόχρονα είδε στα αριστερά τους να έρχεται από μακριά η αναμενόμενη πομπή, μια σειρά άμαξες η μία πίσω από την άλλη, όλες στολισμένες με σημαίες. Μπροστά και δίπλα τους υπήρχε μια συνοδεία Κυκλωπιανών με τη στολή της Πραιτωριανής Φρουράς, καβάλα σε αλογόχοιρους. Ο Λούθιεν δεν αναγνώριζε όλες τις σημαίες, καθώς ξεχώρισε όμως τη σημαία του Άβον, σκέφτηκε ότι οι υπόλοιπες θα πρέπει να απεικόνιζαν τους θυρεούς των σημαντικότερων οικογενειών του νότιου βασιλείου και ίσως επίσης αυτούς των έξι μεγάλων πόλεων. Εκτός από τη σημαία του Άβον, ξεχώριζε και μια άλλη με μπλε χρώμα που έδειχνε δυο χέρια να απλώνονται το ένα προς το άλλο πάνω από ένα ποτάμι.