«Του Μάνινγκτον, νομίζω», είπε η Κατρίν, που είχε διακρίνει κι αυτή την ίδια σημαία.
«Κι άλλος δούκας;» ρώτησε ο Λούθιεν. «Ήλθε για διαπραγματεύσεις ή για να εξαπολύσει φριχτά μαγικά ξόρκια;»
«…Δούκισσα», τον διόρθωσε ο Όλιβερ πλησιάζοντας με το πόνι του. «Η δούκισσα Γουέλγουορθ του Μάνινγκτον. Θα μιλήσει για λογαριασμό του Γκρινσπάροου, που είναι ακόμη στη Γασκόνη».
«Πού ήσουν εσύ;» ρώτησαν ο Λούθιεν και η Κατρίν ταυτόχρονα, αφού δεν τον είχαν δει καθόλου αυτές τις πέντε μέρες μετά την εξόντωση του Πάραγκορ και του Πρεχοτέκ.
Ο Όλιβερ γέλασε, ενώ αναρωτιόταν αν θα τον πίστευαν. Χάρη στο τούνελ του Μπριντ’Αμούρ είχε διανύσει χιλιάδες χιλιόμετρα μέχρι τη Γασκόνη και χιλιάδες χιλιόμετρα πάλι για να γυρίσει. Είχε συναντηθεί με αξιωματούχους, μερικούς από τους σημαντικότερους άνδρες της Γασκόνης. Μάλιστα, κάποια στιγμή είχε την ευκαιρία να χαιρετίσει τον βασιλιά Γκρινσπάροου όταν τον συνάντησε σε έναν διάδρομο! «Ήταν καιρός να γυρίσω σπίτι μου!» απάντησε αινιγματικά ο Όλιβερ γελώντας τρανταχτά. Αρνήθηκε να πει τίποτε άλλο, και ο Λούθιεν με την Κατρίν, που τους απασχολούσε η συνάντηση που θα γινόταν σε λίγο, δεν επέμειναν.
Ο Λούθιεν ήθελε να παραβρεθεί στις διαπραγματεύσεις, αλλά ο Μπριντ’Αμούρ διαφώνησε. Του υπενθύμισε ότι ο εκπρόσωπος του Γκρινσπάροου μάλλον θα ήταν μάγος, οπότε θα μπορούσε να αποτυπώσει στη μνήμη του τη μορφή του, ή τουλάχιστον να δώσει πληροφορίες γι’ αυτόν στον βασιλιά του Άβον. Ο Μπριντ’Αμούρ πίστευε ότι ήταν καλύτερα για το Εριαντόρ αν η Πορφυρή Σκιά παρέμενε μια μυστηριώδης και άγνωστη μορφή για τον Γκρινσπάροου και τους βοηθούς του.
Έτσι ο Λούθιεν συμφώνησε να μείνει έξω από την πόλη και από τις διαπραγματεύσεις. Τώρα όμως, βλέποντας τις άμαξες να χάνονται πίσω από το γκρίζο γρανίτινο τείχος, σκεφτόταν ότι έπρεπε να επιμείνει περισσότερο.
Η δούκισσα Ντιάνα Γουέλγουορθ ήταν όμορφη γυναίκα, με χρυσαφένια μαλλιά ως τους ώμους χτενισμένα προς τη μια πλευρά και πιασμένα στη θέση τους με μια διαμαντοστόλιστη καρφίτσα. Αν και πολύ νέα —σίγουρα δεν είχε δει ούτε τριάντα χειμώνες— είχε αριστοκρατικό, εξεζητημένο ντύσιμο και τρόπους. Ο Μπριντ’Αμούρ όμως διαισθάνθηκε αμέσως τη δύναμη και την αδάμαστη ανεξάρτητη θέληση αυτής της γυναίκας. Ήταν μάγισσα και μάλιστα ισχυρή, και σίγουρα ήξερε να δημιουργεί προβλήματα στους άνδρες επίσης με άλλα μέσα εκτός από τις μαγικές της δυνάμεις.
«Ο στόλος;» ρώτησε ξαφνικά, έχοντας δηλώσει από την πρώτη στιγμή που κάθισε στο μακρύ δρύινο τραπέζι ότι θέλει να τελειώσουν όσο πιο γρήγορα γίνεται αυτές οι διαπραγματεύσεις.
«Τον βυθίσαμε», απάντησε ο Μπριντ’Αμούρ χωρίς καν να ανοιγοκλείσει τα μάτια.
Τα όμορφα χαρακτηριστικά της Ντιάνα Γουέλγουορθ, που τονίζονταν από πανάκριβο μακιγιάζ αλλά δεν ήταν βαριά βαμμένα στο συνηθισμένο στυλ του Άβον, σκοτείνιασαν γεμάτα σκεπτικισμό. «Είπες ότι θα συζητήσουμε τίμια», είπε ήρεμα.
«Ο στόλος είναι αγκυροβολημένος κοντά στο Νταϊαμοντγκέιτ», παραδέχτηκε ο Μπριντ’Αμούρ. Ο γέρο-μάγος ύψωσε το παράστημά του και το πρόσωπό του σκλήρυνε. «Κάτω από τη σημαία του ελεύθερου Εριαντόρ».
Ο τόνος του έδειξε στην Γουέλγουορθ πέρα από κάθε αμφιβολία ότι ο Γκρινσπάροου δεν θα έπαιρνε πίσω τα πλοία του. Αυτό όμως το ήξερε από την αρχή. «Οι Πραιτωριανοί Φρουροί που είναι αιχμάλωτοι σε αυτό το νησί;» ρώτησε η μάγισσα.
«Όχι», απάντησε απλά ο Μπριντ’Αμούρ.
«Έχετε σχεδόν τρεις χιλιάδες φυλακισμένους», διαμαρτυρήθηκε η Γουέλγουορθ.
«Είναι δικό μας πρόβλημα», απάντησε ο Μπριντ’Αμούρ.
Η Ντιάνα Γουέλγουορθ χτύπησε τα χέρια της στο τραπέζι και σηκώθηκε να φύγει, κάνοντας νόημα στους Πραιτωριανούς που στέκονταν δίπλα της. Τότε όμως ο άλλος διαπραγματευτής που καθόταν στο τραπέζι απέναντι της, ένας νάνος με κατάμαυρη γενειάδα, ξερόβηξε δυνατά, μια όχι και τόσο λεπτή υπενθύμιση της μεγάλης στρατιωτικής δύναμης των νάνων, που ήταν στρατοπεδευμένη στα βουνά, όχι μακριά από την πόλη. Το Πρίνσταουν είχε χαθεί, ο εχθρός ήταν καλά οχυρωμένος και αν δεν κατέληγαν σε μια συμφωνία εδώ, όπως την είχε διατάξει ο Γκρινσπάροου, το Άβον θα εμπλεκόταν σε έναν πόλεμο που θα του στοίχιζε πολλά.
Η Ντιάνα Γουέλγουορθ κάθισε πάλι στο τραπέζι.
«Και οι Κυκλωπιανοί αιχμάλωτοι που πιάσατε στο Γκλεν Ντούριτς;» ρώτησε με εκνευρισμένο, απελπισμένο τόνο. «Πρέπει να φέρω κάτι πίσω στον βασιλιά μου!»
«Θα πάρεις πίσω την πόλη», απάντησε ο Μπριντ’Αμούρ.
«Αυτό ήταν γνωστό πριν ξεκινήσω για τον βορρά», διαμαρτυρήθηκε η Ντιάνα. «Οι αιχμάλωτοι, όμως;»