Ο νεαρός Μπέντγουιρ είδε την Κατρίν να χαμογελά στον νάνο και να τον χτυπά στην πλάτη.
Από όλα όσα είχε πει ο Σάγκλιν, το πιο σημαντικό ήταν το αρχαίο όνομα του Μόντφορτ, Κάερ Μακντόναλντ, φόρος τιμής στον παλιό ήρωα του Εριαντόρ.
«Καλά τα είπες, φίλε μου», είπε ο Όλιβερ. «Αλλά…»
Δεν πρόλαβε να πει τίποτε άλλο.
«“Μπρους Μακντόναλντ” δεν είναι απλώς ένα όνομα», είπε ο Λούθιεν.
«Το ίδιο και “Πορφυρή Σκιά”, πρόσθεσε απρόσμενα η Σιόμπαν.
Ο Λούθιεν έκανε μια στιγμιαία παύση ρίχνοντάς της ένα βλέμμα περιέργειας και εκτίμησης. «Ο Μπρους Μακντόναλντ είναι ένα ιδανικό», συνέχισε ο Λούθιεν. «Ένα σύμβολο για τον λαό του Εριαντόρ. Και, ξέρετε τι αντιπροσωπεύει ο Μπρους Μακντόναλντ;»
«Να σκοτώνουμε Κυκλωπιανούς;» ρώτησε ο Όλιβερ, που καταγόταν από τη Γασκόνη κι όχι από το Εριαντόρ.
«Την ελευθερία», τον διόρθωσε η Κατρίν. «Ελευθερία για κάθε άνδρα και γυναίκα». Κοίταξε την Σιόμπαν και τον Σάγκλιν. «Για κάθε ξωτικό και νάνο. Και για κάθε χάφλινγκ, Όλιβερ», πρόσθεσε κοιτάζοντάς τον διαπεραστικά στα μάτια. «Ελευθερία για το Εριαντόρ, για όλους τους κατοίκους του».
«Συζητάμε να σταματήσουμε κάτι που δεν σταματιέται πια», είπε ο Λούθιεν. «Πόσοι πλούσιοι έμποροι και πόσοι Κυκλωπιανοί φρουροί τους, έχουν σκοτωθεί; Πόσοι Πραιτωριανοί; Και τι γίνεται με τον δούκα Μόρκνεϊ; Νομίζετε ότι ο Γκρινσπάροου θα συγχωρήσει τόσο εύκολα;
Ο Λούθιεν κατέβηκε από το σκαμνί και στάθηκε μπροστά στον κόσμο. «Αρχίσαμε κάτι εδώ, κάτι πολύ σημαντικό για να το σταματήσουμε από φόβο και μόνο. Αρχίσαμε την απελευθέρωση του Εριαντόρ».
«Ας μην παρασυρόμαστε», επενέβη ο Όλιβερ. «Αλλιώς μπορεί να καταλήξουμε να ψάχνουμε για τα κεφάλια μας».
Ο Λούθιεν κοίταξε τον μικροσκοπικό του φίλο συνειδητοποιώντας πόσο είχε αρχίσει να υπαναχωρεί σε αυτό το θέμα, όχι μόνο ο Όλιβερ αλλά και πολλοί άλλοι, αν έκρινε από τους ψιθύρους που έφταναν στα αφτιά του. «Εσύ μου είπες να αποκαλυφθώ εκείνη τη μέρα στη Μητρόπολη», θύμισε στον Όλιβερ. «Εσύ μου είπες να αρχίσω την εξέγερση».
«Εγώ;» απάντησε αγανακτισμένος ο Όλιβερ. «Εγώ ήθελα απλώς να βγούμε από ’κεί μέσα ζωντανοί, εφόσον έκανες τη βλακεία να ρίξεις με το τόξο σου στον δούκα!»
«Εγώ βρισκόμουν εκεί για να σώσω την Σιόμπαν!» δήλωσε ο Λούθιεν.
«Κι εγώ βρισκόμουν εκεί για να σώσω εσένα!» του φώναξε ο Όλιβερ. Μετά αναστέναξε και χτύπησε τον Λούθιεν στον ώμο. «Εντάξει· είπαμε: ας μην παρασυρόμαστε».
Αλλά ο Λούθιεν δεν ηρέμησε καθόλου. Σκεφτόταν το πεπρωμένο, τον Μπρους Μακντόναλντ και τα ιδανικά που αντιπροσώπευε. Η Κατρίν ήταν μαζί του, το ίδιο και ο Σάγκλιν, το ίδιο και ο πατέρας του στο νησί του Μπέντγουιντριν. Κοίταξε την Σιόμπαν, αλλά δεν μπορούσε να διαβάσει τα συναισθήματα που κρύβονταν πίσω από τη λάμψη των πράσινων ματιών της. Θα ήθελε να δει κάποια αντίδραση από μέρους της, κάποια ένδειξη, αφού τις τελευταίες βδομάδες είχε γίνει ένας από τους πιο βασικούς συμβούλους του.
«Δεν μπορούμε να σταματήσουμε», φώναξε ο Λούθιεν για να τον ακούσουν όλοι μέσα στο Ντουέλφ. «Αρχίσαμε έναν πόλεμο και πρέπει να νικήσουμε».
«Θα έρθει στόλος από το Άβον», τον προειδοποίησε ο Όλιβερ.
«Τότε θα πρέπει να τους σταματήσουμε», απάντησε ο Λούθιεν, με τα καστανά του μάτια να αστράφτουν, «στο Πορτ Τσάρλι». Κοίταξε τον κόσμο, ύστερα τη Σιόμπαν και του φάνηκε ότι η λάμψη των ματιών της είχε μεγαλώσει, λες και η κοπέλλα χαιρόταν επειδή ο Λούθιεν μόλις είχε περάσει μια κρυφή δοκιμασία. «Γιατί οι κάτοικοι αυτής της πόλης θα ενωθούν μαζί μας», συνέχισε παίρνοντας κουράγιο, «όπως θα ενωθεί μαζί μας και όλο το Εριαντόρ». Έκανε μια στιγμιαία παύση, ενώ το αποφασισμένο χαμόγελό του έλεγε πολλά.
»Θα ενωθούν μαζί μας όταν θα δουν τη σημαία του Κάερ Μακντόναλντ πάνω από το Μόντφορτ», συνέχισε. «Όταν καταλάβουν ότι θα φτάσουμε μέχρι το τέλος».
Ο Όλιβερ σκέφτηκε να του υπενθυμίσει πόσο σκληρό μπορεί να είναι αυτό το τέλος, αλλά δεν το έκανε. Ποτέ του δεν είχε φοβηθεί τον θάνατο, ζούσε τη ζωή του σαν μια υπέρτατη περιπέτεια, και τώρα ο Λούθιεν, αυτός ο αφελής νεαρός που βρήκε μια μέρα στον δρόμο του, του άνοιγε για άλλη μια φορά τα μάτια.
Ο Σάγκλιν σήκωσε τη γροθιά στον αέρα. «Πηγαίνετέ με στα ορυχεία και θα σας δώσω ολόκληρο στρατό!» φώναξε.
Ο Λούθιεν κοίταξε τον μικρόσωμο φίλο του. Ο Σάγκλιν ζητούσε από καιρό να κάνουν μια επίθεση στα ορυχεία του Μόντφορτ έξω από την πόλη, όπου ήταν φυλακισμένοι οι περισσότεροι νάνοι της περιοχής. Η Σιόμπαν τον είχε συμβουλέψει κι αυτή πολλές φορές να κάνει το ίδιο. Τώρα, έχοντας πάρει την απόφαση ότι δεν πρόκειται για μια απλή προσωρινή εξέγερση, έχοντας κηρύξει ανοιχτά τον πόλεμο κατά του Γκρινσπάροου, ο Λούθιεν κατάλαβε ότι έπρεπε να ενεργήσει γρήγορα.