Η λαμπρή στέψη του Μπριντ’Αμούρ έγινε μια φωτεινή και ηλιόλουστη μέρα, σε λιγότερο από μια βδομάδα μετά την επιστροφή του στρατού στο Κάερ Μακντόναλντ. Αν υπήρχε κανείς που διαφωνούσε με την επιλογή, δεν μίλησε, ενώ ακόμη και οι σκληροτράχηλοι βουνήσιοι από το Έραντοχ έδειχναν ικανοποιημένοι με τη μεγαλοπρέπεια της γιορτής.
Ο Μπριντ’Αμούρ είχε αποδεχθεί τον ρόλο του αρχηγού, καθώς είχαν τελειώσει πια οι πολεμικές συγκρούσεις και σε λίγο θα άρχιζαν οι διπλωματικές μονομαχίες. Ο Λούθιεν χαιρόταν για αυτή την ανάπαυλα, χαιρόταν που είχε φύγει από τους ώμους του το βάρος της ευθύνης.
Προσωρινά βέβαια. Δεν είχε την ψευδαίσθηση ότι πήραν τέλος τα καθήκοντά του ή ότι τελείωσε πραγματικά ο πόλεμος. Είχε συζητήσει το θέμα με τον Μπριντ’Αμούρ και πίστευαν και οι δύο ότι ο Γκρινσπάροου είχε συμφωνήσει τόσο εύκολα μονάχα για να κερδίσει λίγο χρόνο. Ήξεραν κι οι δύο ότι μπορεί να τους περιμένει μία ακόμη μεγαλύτερη περιπέτεια κάπου στο μακρινό ή κοντινό μέλλον.
Ο Λούθιεν σκέφτηκε τον Έσταμπρουκ, που υπηρετούσε τόσα χρόνια το βασίλειο του Άβον. Τον Έσταμπρουκ, που θα θαβόταν στο Κάερ Μακντόναλντ. Μετά από μια ζωή υπηρεσίας προς το Άβον, ο ευγενής ιππότης είχε ζητήσει να τον θάψουν στο Εριαντόρ. Ο Λούθιεν σκεφτόταν συχνά αυτή την ειρωνεία.
Αλλά τούτες οι σκοτεινές σκέψεις είναι για κάποια άλλη μέρα, είπε στον εαυτό του. Η υπέροχα διακοσμημένη άμαξα πλησίασε στο βάθρο που είχε κατασκευαστεί στη μεγάλη πλατεία κοντά στη Μητρόπολη. Ο Μπριντ’Αμούρ, έχοντας πραγματικά βασιλική εμφάνιση με τον πλούσιο μοβ χιτώνα, με τα κατάλευκα μαλλιά και τη γενειάδα του καλοκομμένα και καλοχτενισμένα, βγήκε από την άμαξα κι ανέβηκε τη σκάλα κάτω από τις χαρμόσυνες ζητωκραυγές των χιλιάδων θεατών, που ήταν συγκεντρωμένοι στην πλατεία.
Συγκεντρωμένοι για να τιμήσουν αυτήν τη μέρα, σκέφτηκε ο Λούθιεν διώχνοντας κάθε σκέψη του Γκρινσπάροου από τον νου του.
Αυτή η μέρα. Εριαντόρ ελεύθερο.