«Στα ορυχεία λοιπόν!» συμφώνησε. Ο Σάγκλιν, αφού ζητωκραύγασε, γύρισε να φύγει υψώνοντας τη γροθιά στον αέρα.
Πολλοί έφυγαν από το Ντουέλφ εκείνη την ώρα, για να διαδώσουν τα νέα. Ο Όλιβερ σκέφτηκε ότι μερικοί μπορεί να ήταν κατάσκοποι του Όμπρεϊ, οπότε θα έτρεχαν τώρα στον υποκόμη για να του πουν για το σχέδιο των επαναστατών.
Δεν έχει σημασία όμως, σκέφτηκε ο χάφλινγκ. Από την αρχή της επανάστασης στο κάτω τμήμα της πόλης, ο Όμπρεϊ και οι δυνάμεις του ήταν αποκλεισμένοι μέσα στα τείχη της άνω πόλης, γι’ αυτό δεν μπορούσαν να ειδοποιήσουν τους Κυκλωπιανούς που φρουρούσαν τα ορυχεία του Μόντφορτ.
«Είσαι τρελός», είπε η Σιόμπαν στον Λούθιεν, αλλά το ύφος της ήταν χαϊδευτικό, όχι χλευαστικό. Τον πλησίασε και ακούμπησε τα χείλια της στο αφτί του. «Και τόσο άντρας!» πρόσθεσε ψιθυριστά, όμως αρκετά δυνατά για να ακουστεί. Του δάγκωσε το αφτί μ’ ένα σιγανό γρύλλισμα.
Ο Λούθιεν είδε πάνω από τον ώμο της την Κατρίν να παρακολουθεί βλοσυρή και κατάλαβε ότι αυτά τα καμώματα της Σιόμπαν, όπως και η προηγούμενη εκδήλωση τρυφερότητας, είχαν για στόχο τους την άλλη γυναίκα. Το παλληκάρι δεν ένιωσε ούτε δύναμη ούτε περηφάνια με την αντιζηλία ανάμεσά τους. Το τελευταίο πράγμα που ήθελε, ήταν να πονέσει την Κατρίν Ο’ Χέιλ, που τόσα χρόνια στο Μπέντγουιντριν ήταν όχι μόνο ερωμένη του αλλά και κάτι παραπάνω, η καλύτερη του φίλη.
Η Σιόμπαν και το ξωτικό γύρισαν για να φύγουν, προηγουμένως όμως η Σιόμπαν έκλεισε το μάτι με νόημα στον Λούθιεν, ενώ κοίταξε με ανώτερο ύφος την Κατρίν καθώς περνούσε από μπροστά της.
Η Κατρίν ούτε καν ανοιγόκλεισε τα μάτια. Το πρόσωπό της δεν είχε καμία απολύτως έκφραση.
Αυτό ήταν αρκετό για να κάνει τον Λούθιεν πολύ νευρικό.
Λίγο αργότερα, ο Λούθιεν, ο Όλιβερ και η Κατρίν στέκονταν μόνοι τους κοντά στην πόρτα του Ντουέλφ, έτοιμοι να βγουν έξω. Έριχνε πάλι πυκνό χιόνι, γι’ αυτό πολλοί από τους θαμώνες είχαν φύγει για να σκαλίσουν τη φωτιά στα σπίτια τους.
Η συζήτηση ανάμεσά τους ήταν φιλική αλλά φανερά τεταμένη, με τον Όλιβερ να κρατά τεχνηέντως το θέμα στον σχεδιασμά της επίθεσης ενάντια στα ορυχεία του Μόντφορτ.
Η ένταση ανάμεσα στον Λούθιεν και την Κατρίν δεν μειώθηκε όμως και, τελικά, ο Λούθιεν αποφάσισε ότι πρέπει να πει κάτι.
«Δεν είναι αυτό που νομίζεις», τραύλισε, διακόπτοντας τον φλύαρο Όλιβερ στη μέση μιας φράσης του.
Η Κατρίν τον κοίταξε απορημένη.
»Εννοώ με την Σιόμπαν», εξήγησε ο Λούθιεν. «Ήμασταν φίλοι για ένα διάστημα. Δηλαδή…»
Ο Λούθιεν δεν ήξερε πώς να συνεχίσει. Κατάλαβε ότι ακούγεται τελείως ηλίθιος. Φυσικά η Κατρίν ήξερε ότι αυτός και η Σιόμπαν είναι εραστές, όπως το ήξεραν όλοι άλλωστε.
»Δεν ήσουν εδώ», μουρμούρισε. «Θέλω να πω…
Ο Όλιβερ έβγαλε ένα βογγητό και ο Λούθιεν κατάλαβε ότι πήγαινε από γκάφα σε γκάφα, μάλλον χειροτερεύοντας τα πράγματα. Δεν μπορούσε να σταματήσει όμως, δεν μπορούσε να αφήσει τα πράγματα όπως ήταν με την Κατρίν.
»Δεν είναι αυτό που νομίζεις», ξαναείπε, ενώ ο Όλιβερ, που είδε το βλοσυρό ύφος της Κατρίν, βόγγούσε πάλι.
»Η Σιόμπαν κι εγώ… έχουμε μια φιλία», συνέχισε ο Λούθιεν. Κατάλαβε ότι γινόταν ανόητος, ιδιαίτερα μετά τη σπουδαιότητα της προηγούμενης συζήτησης. Αλλά τα συναισθήματά του νίκησαν κάθε σύνεση κι έτσι δεν μπορούσε να σταματήσει. «Όχι, είναι κάτι παραπάνω. Έχουμε μια…»
«Νομίζεις ότι εσύ είσαι πιο σημαντικός για μένα από την ελευθερία του Εριαντόρ;» τον ρώτησε κοφτά η Κατρίν.
«Ξέρω ότι έχεις πληγωθεί…» απάντησε ο Λούθιεν, πριν συνειδητοποιήσει τι βλακεία έλεγε.
Η Κατρίν έκανε ένα γρήγορο βήμα μπροστά, άρπαξε τον νεαρό από τους ώμους και τον χτύπησε με το γόνατο ανάμεσα στα πόδια. Ο Λούθιεν διπλώθηκε στα δύο. Η Κατρίν φάνηκε έτοιμη να πει κάτι, μετά όμως σταμάτησε τρέμοντας και στράφηκε αλλού.
Ο Όλιβερ, βλέποντας τα πράσινα μάτια της γεμάτα δάκρυα, κατάλαβε πόσο βαθιά την είχαν πληγώσει τα λόγια του Λούθιεν.
«Μην ξανακάνεις ποτέ αυτό το λάθος με μένα», είπε η Κατρίν με ανέκφραστη φωνή και σφιγμένα δόντια, πριν φύγει χωρίς να κοιτάξει πίσω.
Ο Λούθιεν ίσιωσε σιγά-σιγά το κορμί του με πρόσωπο κάτασπρο από τον πόνο, ενώ το βλέμμα του παρέμενε καρφωμένο στη γυναίκα που απομακρυνόταν. Όταν η Κατρίν χάθηκε, κοίταξε απελπισμένος τον Όλιβερ.
Ο χάφλινγκ κούνησε το κεφάλι του προσπαθώντας να μη γελάσει.
«Μου φαίνεται ότι έχω αρχίσει να την ερωτεύομαι…», είπε ο Λούθιεν ξέπνοα, μορφάζοντας από την προσπάθεια που έκανε να μιλήσει.
«Την Κατρίν;» ρώτησε ο Όλιβερ δείχνοντας την πόρτα.
«Την Κατρίν», απάντησε ο Λούθιεν.
Ο Όλιβερ χάιδεψε το γενάκι του. «Για να καταλάβω κάτι», είπε αργά, σκεφτικά. «Η μια γυναίκα σου δίνει γονατιά στα αχαμνά, ενώ η άλλη σου χώνει τη γλώσσα στο αφτί· κι εσύ προτιμάς αυτή με τη γονατιά;»