Ο Λούθιεν σήκωσε τους ώμους. Ειλικρινά δεν ήξερε τι να απαντήσει.
Ο Όλιβερ κούνησε το κεφάλι του. «Αρχίζεις να με ανησυχείς σοβαρά, φίλε μου».
Αλλά και ο Λούθιεν ανησυχούσε. Δεν ήξερε τι νιώθει, ούτε για την Κατρίν ούτε για την Σιόμπαν. Νοιαζόταν και για τις δύο —κανείς δεν θα μπορούσε να βρει καλύτερη ερωμένη και φίλη είτε από την Κατρίν είτε από την Σιόμπαν— και αυτό τον μπέρδευε ακόμη περισσότερο. Ήταν πολύ νέος και ένιωθε συναισθήματα που δεν τα καταλάβαινε. Αλλά ταυτόχρονα ήταν η Πορφυρή Σκιά, ο αρχηγός της επανάστασης, και χίλιες ζωές, δέκα χιλιάδες ζωές, μπορεί να κρέμονταν από κάθε του απόφαση.
Ο Όλιβερ ξεκίνησε για την πόρτα κάνοντας νόημα στον Λούθιεν να τον ακολουθήσει. Ο νέος, αφού πήρε μια βαθιά ανάσα για να συνέλθει, υπάκουσε πρόθυμα.
Ήταν μεγάλη ανακούφιση να μπαίνει επικεφαλής κάποιος άλλος πότε-πότε.
3
Απελευθέρωση
Μισή ντουζίνα Κυκλωπιανοί, οι αρχηγοί της φρουράς στα ορυχεία Μόντφορτ, κοίταξαν άναυδοι τον άνθρωπο και τον χάφλινγκ που μπήκαν στη σπηλιά με όλη τους την άνεση, από μια πόρτα που υποτίθεται ότι ήταν κλειδωμένη. Χαμογελούσαν πλατιά και οι δύο, σαν να ήταν καλεσμένοι. Επιπλέον, αφού έκλεισαν την πόρτα πίσω τους, ο χάφλινγκ έβαλε στην κλειδαριά ένα διαρρηκτικό εργαλείο και το γύρισε, κάνοντας ένα νεύμα ικανοποίησης όταν άκουσε την κλειδαριά να κλειδώνει πάλι.
Ο κοντινότερος Κυκλωπιανός πήγε να αρπάξει τη λόγχη του που ήταν ακουμπισμένη σε γάντζους στο δεξιό τοίχωμα της σπηλιάς, αλλά ο άνδρας έκανε ένα αστραπιαίο άλμα βγάζοντας ένα υπέροχο ξίφος από τη θήκη στο γοφό του, και το ακούμπησε πάνω στη λόγχη ακινητοποιώντας την. Ο Κυκλωπιανός ετοιμάστηκε να ορμήσει πάνω του, σταμάτησε όμως μπερδεμένος όταν είδε ότι ο άνδρας σήκωσε ήρεμα το χέρι του σαν να έλεγε ότι δεν θέλει συγκρούσεις.
Πριν προλάβει να αντιδράσει κάποιος από τους άλλους Κυκλωπιανούς, ο χάφλινγκ έτρεξε κι ανέβηκε πάνω στο τραπέζι, με το ξίφος στο χέρι. Δεν απείλησε κανέναν από τους μονόφθαλμους όμως, απλώς στάθηκε εκεί παίρνοντας ηρωική πόζα.
Μια καρέκλα σύρθηκε πίσω και ένας Κυκλωπιανός, ο πιο μεγαλόσωμος από όλους, σηκώθηκε όρθιος, πανύψηλος και απειλητικός. Ο Όλιβερ κούνησε το χέρι του όπως και ο Λούθιεν, σαν να ήθελε να τον ηρεμήσει.
«Σας χαιρετούμε», είπε ο χάφλινγκ. «Είμαι ο Όλιβερ ντε Μπάροους, ληστής στο επάγγελμα, και ο φίλος μου από ’δώ είναι ο Λούθιεν Μπέντγουιρ, γιος του κόμη Γκάχρις του Μπέντγουιρ.
Οι Κυκλωπιανοί δεν ήξεραν πώς να αντιδράσουν, δεν καταλάβαιναν τι συμβαίνει. Τα ορυχεία του Μόντφορτ βρίσκονταν σε αρκετή απόσταση νότια της πόλης, φωλιασμένα βαθιά μέσα στα πανύψηλα βουνά. Το μέρος ήταν τελείως απομονωμένο, γι’ αυτό οι μονόφθαλμοι δεν ήξεραν ότι μαίνεται η μάχη για το Μόντφορτ, αφού δεν είχαν πάρει νέα από την πόλη από τότε που είχαν πέσει τα πρώτα χιόνια. Άλλωστε, κανείς δεν πήγαινε στα ορυχεία, με μοναδική εξαίρεση τα καραβάνια των κατάδικων, που δεν θα άρχιζαν πάλι να έρχονται παρά μόνο αφού έλιωναν τα χιόνια, την άνοιξη.
»Φυσικά, μπορεί να τον ξέρετε καλύτερα σαν Πορφυρή Σκιά», συνέχισε ο Όλιβερ.
Ο μεγαλόσωμος Κυκλωπιανός στην κορυφή του τραπεζιού στένεψε το μάτι του με ένα δυσοίωνο, απειλητικό ύφος. Πριν από μερικούς μήνες είχε γίνει κάποια απόδραση στα ορυχεία, όταν δύο εισβολείς, ο ένας άνθρωπος και ο άλλος χάφλινγκ, μπήκαν μέσα, σκότωσαν πολλούς Κυκλωπιανούς και ελευθέρωσαν τρεις νάνους κατάδικους. Οι συγκεκριμένοι φρουροί έκαναν βάρδια στις βαθύτερες στοές όταν έγινε αυτό, αλλά τούτοι οι δύο σίγουρα ταίριαζαν με την περιγραφή των δύο δραστών. Ο Κυκλωπιανός και οι σύντροφοί του όμως δεν μπορούσαν να είναι σίγουροι για τίποτα, γιατί αυτή η ξαφνική εισβολή ήταν πολύ απροσδόκητη και πολύ παράξενη.
»Βασικά», εξήγησε ο Όλιβερ, «η δική μου γνώμη ήταν να μπούμε μέσα εγώ και ο φίλος μου από ’δώ, μαζί με τους διακόσιους άλλους συντρόφους μας που περιμένουν απ’ έξω» …αυτό έκανε πολλά κεφάλια Κυκλωπιανών να στραφούν προς την πόρτα — «και να σας καθαρίσουμε όλους. Αλλά ο ευγενικός μου φίλος ήθελε να σας δώσουμε πρώτα μια ευκαιρία να παραδοθείτε».
Χρειάστηκε μια στιγμή για να καταλάβουν οι Κυκλωπιανοί, και ο μεγαλόσωμος μονόφθαλμος κατάλαβε πρώτος. Μουγκρίζοντας από θυμό, αναποδογύρισε το τραπέζι.
Ο Όλιβερ πήδησε ψηλά περιμένοντας αυτή την κίνηση και το ξίφος του διέγραψε δυο απότομες τροχιές δεξιά και αριστερά χτυπώντας τους δυο κοντινότερους Κυκλωπιανούς στο πρόσωπο.
«Θα το πάρω για “όχι” αυτό», είπε ο χάφλινγκ. Αφού προσγειώθηκε κυλώντας στο έδαφος, έκανε μια τούμπα για να βρει την ισορροπία του.
Ο Κυκλωπιανός που βρισκόταν πιο κοντά στον Λούθιεν γρύλλισε και χαμήλωσε τους ώμους έτοιμος να ορμήσει, αλλά ο Λούθιεν του έδειξε τη λόγχη στον τοίχο. «Κοίτα!» φώναξε.