Ο ηλίθιος μονόφθαλμος κοίταξε εκεί που του έδειξε μα, όταν γύρισε πάλι μπροστά, είδε το σπαθί του Λούθιεν να κατεβαίνει. Η βαριά κοφτερή λεπίδα του Τυφλωτή καρφώθηκε στο μέτωπο του Κυκλωπιανού.
Ο Λούθιεν πήδησε πάνω από το πτώμα του καθώς σωριαζόταν στο χώμα.
«Σ’ το είπα ότι δεν θα παραδοθούν!» φώναξε ο Όλιβερ, που ξιφομαχούσε με δύο Κυκλωπιανούς, συμπεριλαμβανομένου και του ενός από τους δύο που είχε χαρακώσει στο πρόσωπο. Τον άλλο τον είχε σημαδέψει καλύτερα, τον είχε καρφώσει κατευθείαν στο μάτι, και τώρα ο τυφλωμένος μονόφθαλμος σφάδαζε στο έδαφος κουνώντας τα χέρια του.
Ο Λούθιεν όρμησε προς το αναποδογυρισμένο τραπέζι, χαμηλώνοντας τον ώμο σαν να ετοιμαζόταν να πέσει πάνω του και να το πετάξει στους Κυκλωπιανούς. Ο μονόφθαλμος, που ήταν πολύ βαρύτερος, χαμήλωσε κι αυτός τον πελώριο ώμο του έτοιμος να κάνει το ίδιο, αλλά την τελευταία στιγμή ο Λούθιεν παραμέρισε, με αποτέλεσμα ο Κυκλωπιανός να πέσει πάνω στο τραπέζι μόνος του. Χάνοντας την ισορροπία του, πέρασε δίπλα από τον Λούθιεν παραπατώντας, έτσι ώστε ο Λούθιεν, ανενόχλητος, τον χτύπησε στα πλευρά με τον Τυφλωτή.
Ο νεαρός Μπέντγουιρ απομακρύνθηκε από τον πεσμένο αντίπαλο για να σταθεί απέναντι στον πιο μεγαλόσωμο μονόφθαλμο, ο οποίος στο μεταξύ είχε πάρει ένα πελώριο πολεμικό τσεκούρι.
«Ένας εναντίον ενός…» μουρμούρισε, αλλά στην πραγματικότητα αυτός ο συγκεκριμένος Κυκλωπιανός, που ήταν τουλάχιστον δύο και δέκα ύψος και ζύγιζε κοντά στα εκατόν ογδόντα κιλά, μετρούσε σίγουρα για ενάμιση αντίπαλο.
Οι δύο μονόφθαλμοι που αντιμετώπιζαν τον Όλιβερ, άοπλοι και οι δύο, πηδούσαν δεξιά-αριστερά αναζητώντας ένα άνοιγμα για να αρπάξουν εκείνο το άθλιο ποντίκι με το επικίνδυνο ξίφος.
Ο Όλιβερ γύριζε αδιάφορα πότε από τη μια, πότε από την άλλη χτυπώντας τους στα χέρια με το ξίφος. Φαινόταν να απολαμβάνει τη μάχη.
«…Και δεν έχω τραβήξει ακόμη το μεν-γκος», τους κέντρισε ο χάφλινγκ. Ο ένας Κυκλωπιανός όρμησε να τον αρπάξει, αλλά ο Όλιβερ του διαπέρασε την παλάμη με το ξίφος.
Ο μονόφθαλμος ούρλιαξε και έσφιξε το χέρι του πέφτοντας στα γόνατα από τον πόνο, με αποτέλεσμα να ακινητοποίησει προσωρινά το σπαθί. Ο Όλιβερ αμέσως τράβηξε το μεν-γκος, αλλά είδε ότι ο άλλος Κυκλωπιανός, αντί να του ορμήσει κι αυτός με γυμνά χέρια, άρπαξε ένα βαρύ τσεκούρι.
Οπλισμένος τώρα πέρασε στην επίθεση, ενώ ο Όλιβερ πηδούσε πάνω στους ώμους του γονατισμένου Κυκλωπιανού για να τον αντιμετωπίσει από το ίδιο ύψος.
Ξαφνικά όμως ο χάφλινγκ πήδησε πάλι κάτω όταν ο γονατισμένος Κυκλωπιανός προσπάθησε να του αρπάξει τα πόδια, ενώ ταυτόχρονα ο άλλος μονόφθαλμος σήκωνε ψηλά το τσεκούρι και το κατέβαζε με δύναμη.
Το τσεκούρι αστόχησε —ή τουλάχιστον δεν βρήκε τον Όλιβερ— και ο Κυκλωπιανός γρύλλισε βλέποντας ότι είχε ανοίξει στα δύο το κεφάλι του γονατισμένου συντρόφου του.
«Πω, πώ, αυτό πρέπει να πόνεσε!» είπε ο χάφλινγκ.
Ο Λούθιεν στο μεταξύ υποχώρησε, γυρίζοντας ταυτόχρονα στο πλάι για να αποφύγει την κυκλική τροχιά του τσεκουριού. Μετά, αφού γονάτισε στο ένα πόδι, πρότεινε το σπαθί καρφώνοντας τον γιγαντόσωμο μονόφθαλμο στον μηρό.
Το τραύμα ήταν πολύ ελαφρύ όμως, γι’ αυτό δεν σταμάτησε την επίθεση του αντιπάλου του. Ο Λούθιεν αναγκάστηκε να κάνει βουτιά και να κυλήσει στο έδαφος, για να αποφύγει το επόμενο χτύπημα του τσεκουριού.
Σηκώθηκε όρθιος γυρίζοντας ταυτόχρονα και, αυτήν τη φορά, κατάφερε να χαρακώσει τον πισινό του αντιπάλου του. Ο τερατώδης Κυκλωπιανός μούγκρισε καθώς στρεφόταν χτυπώντας πάλι με το βαρύ τσεκούρι, του οποίου όμως η πορεία ανακόπηκε όταν εκείνο βρήκε πάνω στον υψωμένο Τυφλωτή.
«Μην κάνεις αποκρούσεις!» είπε ο Λούθιεν στον εαυτό του. Το χέρι του είχε μουδιάσει από τη δύναμη του χτυπήματος. Σηκώνοντας το σπαθί και με τα δύο χέρια, οπισθοχώρησε σκυμμένος σε αμυντική στάση.
»Σας είπαμε να παραδοθείτε», είπε πειρακτικά ο Λούθιεν στον πανύψηλο μονόφθαλμο, που κοιτάζοντας τη σφαγή γύρω του, δεν μπορούσε να διαφωνήσει. Τρεις από τους συντρόφους του ήταν νεκροί ή ετοιμοθάνατοι, ενώ ένας τέταρτος ήταν τυφλωμένος και προσπαθούσε να σηκωθεί όρθιος κουνώντας με πανικό τα χέρια στον άδειο αέρα. Ο μεγαλόσωμος Κυκλωπιανός πήγε να του φωνάξει για να τον προειδοποιήσει, αλλά δεν πρόλαβε. Ο Όλιβερ χτύπησε τον τυφλό Κυκλωπιανό στον πισινό ενώ περνούσε δίπλα του τρέχοντας.
Εκείνος γύρισε από λάθος μεριά, αλλά μια στιγμή αργότερα τον πέταξε πάλι κάτω ο μονόφθαλμος που κυνηγούσε τον χάφλινγκ. Ο Κυκλωπιανός με το τσεκούρι σκόνταψε πάνω στον τυφλωμένο σύντροφό του, όμως παρ’ όλα αυτά κατέβασε το τσεκούρι με όλη του τη δύναμη καθώς παραπατούσε.