Ο Όλιβερ πήδησε στο πλάι, με αποτέλεσμα το τσεκούρι να καρφωθεί βαθιά στο πεσμένο τραπέζι.
Ο εξαγριωμένος Κυκλωπιανός ήταν πεσμένος στα γόνατα με το σώμα τεντωμένο, ενώ ο τυφλός σύντροφός του τον είχε αρπάξει από τη μέση. Ήταν αδύνατο να ξεκαρφώσει το τσεκούρι από το ξύλο.
«Επιτρέψτε μου να σας βοηθήσω», είπε ο Όλιβερ, που πλησίασε τρέχοντας ενώ συγχρόνως έβαζε το μεν-γκος στη ζώνη του. Πήγε να πιάσει το τσεκούρι, όμως αντί γι’ αυτό διαπέρασε τον λαιμό του Κυκλωπιανού με το ξίφος του.
»Άλλαξα γνώμη», εξήγησε στον μονόφθαλμο που σωριαζόταν γουργουρίζοντας στο χώμα.
Καθώς ο τερατώδης Κυκλωπιανός σήκωνε ψηλά το τσεκούρι, ο Λούθιεν όρμησε μπροστά ξέροντας ότι έπρεπε να κινηθεί γρήγορα. Έπεσε με δύναμη πάνω στον αντίπαλό του και ο Τυφλωτής χτύπησε τη λαβή του τσεκουριού κόβοντας ένα δάχτυλο από το δεξί χέρι του μονόφθαλμου. Η επίθεση σταμάτησε πριν ακόμη αρχίσει.
Κρατώντας ακόμη το σπαθί και με τα δύο χέρια, ο Λούθιεν γύρισε δεξιά, για να δεχθεί όμως ένα λοξό χτύπημα στον μηρό από το γόνατο του Κυκλωπιανού. Συνέχισε να περιστρέφεται κρατώντας την πλάτη του κολλητά στον αντίπαλο. Ήξερε ότι αυτή η τεχνική θα του έφερνε ή τη νίκη ή την ήττα. Πέρασε τη λεπίδα πάνω από τον δεξιό του ώμο σκύβοντας ταυτόχρονα χαμηλά, για να σηκωθεί αμέσως μετά πάλι με δύναμη σπαθίζοντας από δεξιά προς τα αριστερά.
Ο Τυφλωτής βρήκε τον Κυκλωπιανό κάτω από το ανασηκωμένο αριστερό του χέρι και διαπέρασε μυώνες και κόκαλα κόβοντάς του σχεδόν το χέρι.
Το τσεκούρι του Κυκλωπιανού έπεσε από το χέρι του. Αυτός έμεινε όρθιος μια στιγμή ακόμη κοιτάζοντας εμβρόντητος πότε το τραύμα του πότε τον Λούθιεν. Μετά έκανε ένα βήμα στο πλάι κι έπεσε βαριά πάνω στον τοίχο, με το αίμα να κυλά ποτάμι από το κομμένο χέρι του.
Ο Λούθιεν, γυρίζοντας, είδε τον Όλιβερ να βασανίζει τον τυφλό Κυκλωπιανό, να πηδά πότε από ’δώ πότε από ’κεί και να καρφώνει επανειλημμένα τον ανυπεράσπιστο μονόφθαλμο.
«Όλιβερ!» τον μάλωσε ο Λούθιεν.
«Καλά, καλά, εντάξει», μουρμούρισε γκρινιάρικα ο χάφλινγκ. Βρέθηκε με ένα πήδημα μπροστά στον Κυκλωπιανό, περίμενε να βρει κάποιο άνοιγμα ανάμεσα στα χέρια του και όρμησε με ένα διπλό χτύπημα. Το ξίφος τρύπησε τα πλευρά του τυφλού μονόφθαλμου διαπερνώντας του την καρδιά, ενώ την ίδια στιγμή το μεν-γκος καρφωνόταν στον λαιμό του.
»Θα έπρεπε να αποκτήσετε κι άλλο μάτι», δήλωσε ο Όλιβερ οπισθοχωρώντας με ένα πήδημα, καθώς ο Κυκλωπιανός έπεφτε σαν βαρίδι, νεκρός πριν καν αγγίξει στο χώμα.
Ο Όλιβερ κοίταξε τον Λούθιεν σχεδόν απολογητικά. «Σοβαρά, θα ’πρεπε να αποκτήσουν ακόμα ένα», είπε.
Τριάντα μέτρα πιο κάτω από την είσοδο της σπηλιάς όπου είχαν μπει ο Λούθιεν και ο Όλιβερ, η Κατρίν Ο’ Χέιλ βγήκε τρέχοντας από ένα τούνελ έχοντας πίσω της γύρω στους δεκαπέντε Κυκλωπιανούς.
Η Κατρίν, με το ξίφος της να στάζει αίμα από τον Κυκλωπιανό που είχε σκοτώσει λίγο πιο πριν, προσποιήθηκε ότι θα τρέξει στον δρόμο προς το Μόντφορτ, αλλά ξαφνικά γύρισε και όρμησε προς έναν σωρό χιονιού.
Μια λόγχη καρφώθηκε βαθιά στο χιόνι πολύ κοντά της. Οι Κυκλωπιανοί, επειδή είναι μονόφθαλμοι, έχουν ελάχιστη αντίληψη του βάθους με αποτέλεσμα να μην είναι καθόλου καλοί σκοπευτές από μακριά. Κάτι όμως που δεν ισχύει για τα ξωτικά.
Η Κατρίν βούτηξε πάνω από τον χιονοσωρό ενώ οι μονόφθαλμοι την ακολουθούσαν ουρλιάζοντας, μόνο πέντε έξι μέτρα πίσω της.
Ξαφνικά άρχισαν να γλιστρούν φρενάροντας και να προσπαθούν να αλλάξουν κατεύθυνση, καθώς ξεπρόβαλλαν πίσω από το χιόνι η Σιόμπαν και οι υπόλοιποι Κάτερς με τα μεγάλα τους τόξα έτοιμα για βολή. Τα βέλη των ξωτικών σάρωσαν του Κυκλωπιανούς. Ένας έπεσε με οχτώ βέλη να προεξέχουν από το πελώριο στήθος του. Μια χούφτα απ’ αυτούς κατάφεραν να γυρίσουν και να τρέξουν προς την είσοδο των ορυχείων, αλλά τους ακολούθησε μια δεύτερη βροχή από βέλη.
Μόνο ένας Κυκλωπιανός συνέχισε να προχωρά κουτσαίνοντας, με κάμποσα βέλη να ξεπροβάλλουν από την πλάτη και τα πόδια του. Ακόμα ένα τον βρήκε στον ώμο καθώς πλησίαζε στη σπηλιά, αλλά αυτός συνέχιζε πεισματικά ώσπου κατάφερε να μπει μέσα.
Ο Σάγκλιν ο νάνος και καμιά εικοσαριά επαναστάτες, οι περισσότεροι άνθρωποι, αλλά επίσης και με αρκετούς νάνους ανάμεσά τους, έτρεξαν πίσω του. Ο Σάγκλιν όρμησε πρώτος στην είσοδο των ορυχείων και λίγο αργότερα ακούστηκε η επιθανάτια κραυγή του Κυκλωπιανού.
Η Κατρίν κοίταξε προς τα δυτικά μισοκλείνοντας τα μάτια από τη λάμψη του χιονιού. Η πόρτα της διπλανής στοάς άνοιξε λίγο και ένα χέρι κουνήθηκε πάνω-κάτω κρατώντας το πελώριο καπέλο του Όλιβερ.
«Δεν υπάρχει λόγος να φοβόμαστε γι’ αυτούς τους δύο όταν είναι μαζί», είπε η Σιόμπαν, η οποία στεκόταν δίπλα της.
Εκείνη κοίταξε την μισοξωτική, την αντίζηλό της στην καρδιά του Λούθιεν. Ήταν αναμφισβήτητα όμορφη, με μακριά και αστραφτερά σταρόχρωμα μαλλιά, που έκαναν την Κατρίν να νιώθει αμηχανία για τις δικές της κόκκινες ατίθασες μπούκλες.