Выбрать главу

»Είναι και οι δύο πολύ επιδέξιοι και πολύ τυχεροί», πρόσθεσε η Σιόμπαν κοιτάζοντάς την μ’ ένα αφοπλιστικό χαμόγελο. Είχε κάτι το απόμακρο, κάτι το μακρινό και ανώτερο, παρ’ όλ’ αυτά όμως η Κατρίν δεν διαισθανόταν από μέρους της καμιά επιβουλή, τουλάχιστον καμιά που να έχει για στόχο της την ίδια προσωπικά. Όλα τα ξωτικά και τα μισοξωτικά είχαν αυτή την ψυχρότητα, μάλιστα η Σιόμπαν ήταν από τους πιο εκδηλωτικούς εκπρόσωπους της ράτσας της. Έτσι η Κατρίν ήξερε ότι η αντιζηλία τους για τον Λούθιεν θα ήταν πολύ πιο έντονη, αν στη θέση της Σιόμπαν βρισκόταν μια άλλη περήφανη γυναίκα από την πατρίδα της.

Η Σιόμπαν και η ομάδα της κατέβηκαν από τον σωρό του χιονιού και ακολούθησαν τους άλλους στην είσοδο των ορυχείων. Η Σιόμπαν σταμάτησε και περίμενε, κοιτάζοντας πίσω την Κατρίν που πλησίαζε.

«Καλή δουλειά», είπε, ενώ στεκόταν ανάμεσα στα πτώματα των Κυκλωπιανών. Τα αναπάντεχα λόγια της αιφνιδίασαν την Κατρίν. «Παρέσυρες τέλεια τους μονόφθαλμους».

Ο Κατρίν απάντησε με ένα καταφατικό νεύμα. Δεν ήθελε να το παραδεχτεί, έπρεπε όμως, τουλάχιστον απέναντι στον εαυτό της: είχε αρχίσει να συμπαθεί τη Σιόμπαν.

Μπήκαν μέσα στη σπηλιά δίπλα-δίπλα.

Πολύ πιο μέσα στο τούνελ, ο Σάγκλιν και η ομάδα του είχαν συναντήσει σκληρή αντίσταση. Οι Κυκλωπιανοί είχαν στήσει ένα οχύρωμα, με ανοίγματα απ’ όπου έριχναν βέλη. Ήταν κακοί στο σημάδι, αλλά το τούνελ είχε χαμηλή οροφή και ήταν στενό, έτσι όποιος προσπαθούσε να διατρέξει αυτό το μακρύ ίσιο κομμάτι στοάς μέχρι το οχύρωμα, κινδύνευε να δεχτεί κάποιο βέλος, έστω και κατά τύχη.

Ο Σάγκλιν και οι σύντροφοί του ήταν καλυμμένοι πίσω από την πιο κοντινή γωνία, θυμωμένοι που είχαν αποκλειστεί εκεί.

«Πρέπει να περιμένουμε τα ξωτικά με τα τόξα», είπε ένας από τους ανθρώπους.

Ο Σάγκλιν δεν έβλεπε σε τι θα μπορούσε να τους βοηθήσει η ομάδα της Σιόμπαν. Οι Κυκλωπιανοί ήταν καλά προστατευμένοι πίσω από το οχύρωμα. Ένα-δυο βέλη μπορεί να έβρισκαν τον στόχο τους, αλλά ακόμη και τα επιδέξια ξωτικά δεν θα μπορούσαν να κάνουν μεγάλη ζημιά με τα τόξα.

«Πρέπει να επιτεθούμε», μουρμούρισε ο νάνος και, όπως ήταν φυσικό, ακούστηκε μια χορωδία από γκρινιάρικα μουρμουρητά.

Ο Σάγκλιν κοίταξε με τρόπο από τη γωνία, αλλά κόντεψε να χάσει τη μύτη του από ένα βέλος που εξοστρακίστηκε μπροστά του. Κρίνοντας από τον αριθμό των βελών που εκτόξευαν οι Κυκλωπιανοί, καθώς επίσης από το πολύ μικρό διάστημα ανάμεσα στις διαδοχικές βολές, συμπέραινε ότι θα πρέπει να υπήρχαν τουλάχιστον μια ντουζίνα εχθροί πίσω από το οχύρωμα. Ο Σάγκλιν είχε δίπλα του τριπλάσιους συντρόφους, σε λίγο μάλιστα θα έμπαιναν μέσα εικοσαπλάσιοι, όμως δεν του άρεσε η προοπτική να χάσει έστω και λίγους πολεμιστές τώρα, από την πρώτη στιγμή της εισόδου τους στα ορυχεία.

Ο νάνος, αφού τραβήχτηκε πίσω από τη γωνία, πλησίασε έναν άνθρωπο που κρατούσε μια μεγάλη ασπίδα. «Δώσ’ τη μου», του είπε. Ο άνθρωπος τον κοίταξε με περιέργεια για μια στιγμή και μετά υπάκουσε.

Η ασπίδα ουσιαστικά κάλυπτε τον νάνο από την κορυφή μέχρι τα νύχια. Πήγε πάλι στη γωνία έχοντας σκοπό να επιτεθεί πρώτος.

Ξαφνικά ένας Κυκλωπιανός βόγγηξε πίσω από το οχύρωμα. Μετά άλλος ένας.

Ο Σάγκλιν και οι άλλοι κοιτάχτηκαν, δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι συμβαίνει.

Μετά άκουσαν έναν ήχο από χορδή τόξου στο βάθος του τούνελ, ενώ αμέσως ύστερα, πίσω από το οχύρωμα, άλλος ένας μονόφθαλμος ξεφώνισε από πόνο.

Ο Σάγκλιν πετάχτηκε από τη γωνία τρέχοντας με όλη του τη δύναμη. Οι σύντροφοί του τον ακολούθησαν με μια άγρια πολεμική ιαχή.

«Ανόητε μονόφθαλμε!» ακούστηκε μια γνωστή φωνή με προφορά της Γασκόνης, πίσω από το οχύρωμα. «Ένα καρφωματάκι με το τόσο εξαιρετικό μου ξίφος και δεν βλέπεις πια!»

Ένα βέλος εξοστρακίστηκε στην ασπίδα του Σάγκλιν. Κάποιος άνθρωπος, που έτρεχε δίπλα του, δέχτηκε ένα άλλο βέλος στο πόδι κι έπεσε κάτω.

Ο νάνος, ακούγοντας κλαγγή από σπαθιά από το οχύρωμα, δεν έκανε τον κόπο να σταματήσει ή να αναζητήσει κάποιο άνοιγμα. Χαμήλωσε τον δυνατό του ώμο κι έπεσε πάνω στο φράγμα με την ασπίδα. Ξύλα και πέτρες πετάχτηκαν παντού. Δεν κατάφερε να περάσει τα εμπόδια, αλλά οι σύντροφοί του τον χρησιμοποίησαν σαν σκαλοπάτι, απ’ όπου γρήγορα πέρασαν το πρόχειρο τείχος. Μέχρι να συνέλθει για να ανεβεί κι αυτός πάνω από τα εμπόδια, η μάχη είχε τελειώσει. Οι επαναστάτες δεν είχαν ούτε μία απώλεια, ούτε καν έναν σοβαρό τραυματισμό.

Ο Λούθιεν έδειξε ένα σημείο όπου διχαζόταν η στοά, στην άκρη του χώρου που φώτιζε μια λάμπα. «Από τα αριστερά θα κατεβείτε στα χαμηλότερα επίπεδα, στους σκλαβωμένους συντρόφους σας».