Ο Μπριντ’Αμούρ πρόφερε μια μαγική λέξη φυσώντας απαλά. Οι φλόγες στο κηροπήγιο τρεμόπαιξαν για λίγο και μετά έσβησαν. Γύρισε και βγήκε από την αίθουσα, ακολουθώντας ένα στενό πέρασμα που οδηγούσε στο υπνοδωμάτιό του. Είχε να κάνει κάτι ακόμη, πριν ξαπλώσει για έναν ύπνο που του άξιζε μετά την κούραση εκείνης της μέρας. Πίστευε ότι η εικόνα που είδε, με τον άνθρωπο του Γκρινσπάροου να στέκεται σε κάποιον ψηλό πύργο στο Μόντφορτ, θα πραγματοποιόταν στο άμεσο μέλλον, και ήξερε τι πρέπει να κάνει γι’ αυτό.
Αφού μπήκε σε ένα μικρό οπλοστάσιο στο διάδρομο, έψαξε μέσα στο συνονθύλευμα των αντικειμένων μέχρι που βρήκε ένα συγκεκριμένο μαγικό βέλος. Μετά το μετάφερε, μέσω κάποιου απλού μαγικού ξορκιού, σε μια όμορφη μισοξωτική του Μόντφορτ που βρισκόταν συνέχεια στο επίκεντρο των συμπλοκών και των εξελίξεων.
Κατόπιν πήγε να ξεκουραστεί.
Ο Λούθιεν ξύπνησε μ’ ένα τίναγμα. Έμεινε για λίγο ξαπλωμένος αφήνοντας τα μάτια του να προσαρμοστούν στο αμυδρό φως, κοιτάζοντας γύρω στο μικρό του δωμάτιο για να βεβαιωθεί ότι όλα είναι εντάξει. Δεν πρέπει να ήταν πολύ αργά, γιατί το τζάκι έλαμπε ακόμη. Οι φλόγες είχαν σβήσει, αλλά τα κούτσουρα είχαν μετατραπεί σε μικρά κόκκινα κάρβουνα, σαν μάτια που φρουρούσαν το δωμάτιο.
Σηκώθηκε από το κρεβάτι, διέσχισε το δωμάτιο ξυπόλυτος και κάθισε στο πέτρινο τζάκι. Η ζεστασιά της πέτρας ήταν ευχάριστη πάνω στα γυμνά του πόδια. Παραμέρισε το προστατευτικό πλέγμα, πήρε το σκαλιστήρι και σκάλισε τα κάρβουνα. Οι κινήσεις του ήταν μηχανικές, αφηρημένες, καθώς ήταν απορροφημένος από ένα πλήθος συναισθημάτων που δεν μπορούσε να καταλάβει. Έβαλε δυο κούτσουρα πάνω στα κάρβουνα, αρχίζοντας να φυσάει απαλά μέχρι που άναψαν.
Απέμεινε να τα κοιτάζει για λίγο, αφήνοντας τις φλόγες να τον πάνε με τον χορό τους πίσω στο Μπέντγουιντριν, στην Νταν Βάρνα, στην εποχή πριν πάρει αυτό τον απρόσμενο δρόμο. Θυμήθηκε την πρώτη φορά που έκανε έρωτα με την Κατρίν, στον ψηλό λόφο που βλέπει στην πόλη και στον κόλπο.
Το χαμόγελό του έσβησε γρήγορα. Υπενθύμισε στον εαυτό του ότι χρειάζεται ύπνο, ότι η επόμενη μέρα, όπως και όλες οι προηγούμενες, θα είναι γεμάτη αναταραχή, μάχες και αποφάσεις που θα επηρεάσουν τη ζωή πολλών ανθρώπων.
Αφού έβαλε το σκαλιστήρι στη σιδερένια βάση του δίπλα στο τζάκι, σηκώθηκε τινάζοντας τις στάχτες από πάνω του. Πλησίασε στο κρεβάτι μέσα στο φως που είχε δυναμώσει από την αναμμένη φωτιά και, ξάφνου, σταμάτησε.
Τα σκεπάσματα είχαν ανακατευτεί όταν σηκώθηκε, το χοντρό πουπουλένιο πάπλωμα είχε παραμερίσει και από κάτω έβλεπε τώρα την Σιόμπαν να κοιμάται μπρούμυτα, γυμνή. Κάθισε μαλακά στην άκρη του κρεβατιού. Έβαλε το χέρι του κάτω από το σκέπασμα στο πίσω μέρος από το γόνατό της και το ανέβασε αργά νιώθοντας κάθε πόντο από τις καμπύλες του κορμιού της, μέχρι που έφτασε στον λαιμό της.
Άνοιξε τα δάχτυλά του περνώντας τα μέσα στα πυκνά μαλλιά της. Η Σιόμπαν αναδεύτηκε αλλά δεν ξύπνησε.
Ήταν τόσο όμορφη και τόσο ζεστή. Δεν μπορούσε να αρνηθεί την ακατανίκητη γοητεία της. Είχε μαγέψει την καρδιά του με το πρώτο της κιόλας βλέμμα.
Τότε όμως γιατί σκεφτόταν την Κατρίν;
Ακόμη, γιατί, αναρωτήθηκε καθώς ξάπλωνε και σκεπαζόταν πάλι κολλώντας πάνω στην Σιόμπαν, ένιωθε τόσο ένοχος;
Στο διάστημα που η Κατρίν ήταν στο Μόντφορτ, δεν είχε δείξει με κανένα τρόπο ότι θέλει να επανασυνδεθεί μαζί του. Δεν του είχε πει την παραμικρή λέξη αποδοκιμασίας για τη σχέση του με την Σιόμπαν.
Ο Λούθιεν όμως ήξερε μέσα στην καρδιά του ότι αυτή η αποδοκιμασία υπάρχει. Την έβλεπε στα πράσινα μάτια της, εκείνα τα πράσινα μάτια που τον χαιρέτισαν τα χαράματα της νύχτας που έγινε άνδρας, πάνω σε έναν λόφο της Νταν Βάρνα, σε έναν κόσμο που τώρα έμοιαζε να απέχει εκατομμύρια χιλιόμετρα και εκατομμύρια χρόνια.
Δαντέλες και φραμπαλάδες, τσιριμόνιες και βαμμένες κυρίες που υπηρετούσαν στην αυλή. Το θέαμα που αποκάλυπτε η κρυστάλλινη σφαίρα, γύριζε το στομάχι του Μπριντ’Αμούρ, ταυτόχρονα όμως του έδινε ελπίδα. Το Καρλάιλ του Στράτον, πρωτεύουσα του Άβον νότια του Εριαντόρ, είχε χτιστεί για πολεμικούς σκοπούς πριν από αιώνες, μια παραποτάμια πόλη με πανίσχυρα οχυρωματικά έργα. Ο ανελέητος Γκρινσπάροου είχε ανεβεί στον θρόνο μετά από σκληρή, αιματηρή μάχη και τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του ήταν τα πιο απάνθρωπα που είχαν δει τα νησιά της Θάλασσας του Άβον μετά τις εισβολές των Χιούγκοθ πριν από αιώνες.
Τώρα όμως το Καρλάιλ ήταν όλο δαντέλες και φραμπαλάδες, όλο πλούσια φαγητά και σαρκικές απολαύσεις.