Το μαγικό μάτι του Μπριντ’Αμούρ προχωρούσε μέσα στο παλάτι. Δεν είχε τολμήσει ποτέ ως τώρα να κάνει κάτι τόσο επικίνδυνο, να στείλει τη νοερή του όραση τόσο κοντά στον μεγαλύτερο εχθρό του. Αν ο Γκρινσπάροου αντιλαμβανόταν τη μαγική ενέργεια…
Οι χοντροί πέτρινοι τοίχοι του κρησφύγετου του Μπριντ’Αμούρ στα βουνά, δεν θα τον προστάτευαν από τους συμμάχους του Γκρινσπάροου, πανίσχυρους δαίμονες από την άβυσσο της κόλασης.
Η τρομερή κίνηση μέσα στο παλάτι είχε αφήσει κατάπληκτο τον μάγο. Εκατοντάδες άτομα τριγύριζαν σε όλα τα δωμάτια στο κατώτερο επίπεδο, άλλοι έπιναν, άλλοι έτρωγαν γλυκά, πολλοί τρύπωναν σε όποια σκοτεινή γωνία έβρισκαν μπροστά τους. Μεγαλόσωμοι Κυκλωπιανοί ήταν παραταγμένοι στους τοίχους όλων των αιθουσών. Είναι ειρωνεία, σκεφτόταν ο μάγος. Πολλοί από τους μονόφθαλμους στέκονταν μπροστά σε τοιχογραφίες που απεικόνιζαν αρχαίες μάχες, στις οποίες οι πρόγονοί τους ηττήθηκαν από τους πολεμιστές του Άβον!
Το μάτι προχώρησε, ενώ οι εικόνες στην κρυστάλλινη σφαίρα άλλαζαν πάλι. Ξαφνικά ο Μπριντ’Αμούρ ένιωσε μια αίσθηση δύναμης, μαγικής ενέργειας. Για μια στιγμή, νομίζοντας ότι ο Γκρινσπάροου διαισθάνθηκε τη διείσδυσή του, κόντεψε να κόψει τη σύνδεση, μετά όμως συνειδητοποίησε ότι αυτό που ένιωθε ήταν κάτι διαφορετικό, ήταν μια παθητική ενέργεια: ίσως η αύρα του ίδιου του Γκρινσπάροου.
Ο Μπριντ’Αμούρ έγειρε πίσω σκεφτικός. Θυμήθηκε τη μάχη του Λούθιεν με τον μάγο-δούκα Μόρκνεϊ πάνω στον πύργο της Μητρόπολης. Ο Μόρκνεϊ είχε καλέσει έναν δαίμονα, τον Πρεχοτέκ, και είχε προσφέρει το σώμα του για να υλοποιηθεί. Παρακολουθώντας εκείνη τη μάχη, ο Μπριντ’Αμούρ είχε νιώσει την ίδια αίσθηση, μόνο που εδώ ήταν πιο ισχυρή.
Ο γέρο-μάγος κατάλαβε τότε και τον κυρίεψε αηδία. Με ένα σιγανό γρύλλισμα έγειρε μπροστά ρίχνοντας όλη του την αυτοσυγκέντρωση στη μαντική σφαίρα. Το μάτι κινήθηκε πάλι, ακολουθώντας την ενέργεια του Γκρινσπάροου σαν να ήταν εκείνη ένας φάρος. Ανέβηκε την πίσω σκάλα του παλατιού και βρέθηκε στον δεύτερο όροφο, όπου δεν υπήρχαν τόσοι πολλοί άνθρωποι, ενώ αντίθετα οι μονόφθαλμοι Πραιτωριανοί Φρουροί ήταν ακόμη περισσότεροι. Μετά, ακολούθησε έναν λαβύρινθο από διαδρόμους με πολυτελή χαλιά, ώσπου έφτασε σε μια κλειστή πόρτα.
Ο Μπριντ’Αμούρ αισθάνθηκε σοκ όταν το μάτι έφτασε στην πόρτα. Προσπάθησε να περάσει, αλλά αντιλήφθηκε ότι υπήρχε φραγμός. Η πόρτα ήταν σφραγισμένη με μαγική ενέργεια.
Ο Μπριντ’Αμούρ κατάλαβε ότι πίσω από αυτή την πόρτα βρισκόταν ο Γκρινσπάροου, ήξερε όμως ότι αν έστελνε αρκετή ενέργεια για να διαπεράσει τη μαγική σφραγίδα, ο μάγος-βασιλιάς θα τον αντιλαμβανόταν.
Ξαφνικά η εικόνα της κρυστάλλινης σφαίρα σκοτείνιασε, καθώς ένας πελώριος Κυκλωπιανός πέρασε μέσα από το άυλο μάτι. Όταν η πόρτα άνοιξε, ο Μπριντ’Αμούρ έστειλε αμέσως το μάτι πίσω από τον Κυκλωπιανό.
Ο χώρος ήταν σχετικά άδειος σε σχέση με την πολυτελή επίπλωση στο υπόλοιπο παλάτι. Ένας θρόνος βρισκόταν στο κέντρο της τετράγωνης αίθουσας, πάνω σε μια κυκλική βάση δύο σκαλοπάτια πάνω από το δάπεδο. Ο θρόνος ήταν περίτεχνα διακοσμημένος με πράσινα, κόκκινα και βιολετία πολύτιμα πετράδια, ενώ το δάπεδο ήταν γυμνό, εκτός από τέσσερα κόκκινα χαλιά που οδηγούσαν από τις τέσσερις πόρτες της αίθουσας στο βάθρο του θρόνου.
Ο Γκρινσπάροου —ο Μπριντ’Αμούρ κατάλαβε ότι αυτός ήταν, παρ’ ότι είχε αιώνες να τον δει και δεν τον γνώριζε ποτέ καλά— ήταν καθισμένος στον θρόνο κι έπαιζε με ένα τεράστιο δαχτυλίδι που φορούσε στο μεσαίο δάχτυλο του αριστερού του χεριού. Είχε μακριά μαύρα κατσαρά μαλλιά, ενώ το πρόσωπό του ήταν βαμμένο και πουδραρισμένο, αν και το μακιγιάζ δεν έκρυβε τη φθορά που του είχαν προκαλέσει όλα αυτά τα χρόνια οι δοσοληψίες με δαίμονες. Έδινε την εντύπωση ενός ανόητου δανδή, αλλά ο Μπριντ’Αμούρ δεν ξεγελάστηκε. Όταν ο Γκρινσπάροου κοίταξε τον Κυκλωπιανό που πλησίαζε, τα καφεκίτρινα μάτια του άστραψαν από εξυπνάδα και ισχύ.
Ο Μπριντ’Αμούρ κράτησε το μαγικό του μάτι κοντά στον Κυκλωπιανό, ελπίζοντας ότι η δύναμη του επιβλητικού μονόφθαλμου θα έκρυβε τη μαγική του ενέργεια.
«Τι νέα, Μπέλσεν’ Κριγκ;» ρώτησε ο βασιλιάς δείχνοντας βαριεστημένος.
Ο Μπριντ’Αμούρ τόλμησε να μετακινήσει το μαγικό του μάτι, απομακρύνοντάς το από τον μονόφθαλμο όσο χρειαζόταν για να τον δει καλύτερα. Ο Μπέλσεν’ Κριγκ ήταν ένας από τους πιο μεγαλόσωμους και άσχημους Κυκλωπιανούς που είχε δει ποτέ του ο γέρο-μάγος. Χοντρά σάπια δόντια προεξείχαν από το πάνω χείλος του, που ήταν κομμένο στη μέση διαγώνια κάτω από την πλατιά επίπεδη μύτη του. Το μάτι του ήταν τεράστιο και κατακόκκινο και από πάνω του κρεμόταν ένα χοντρό φρύδι σαν στέγαστρο μπροστά σε πόρτα. Ουλές αυλάκωναν τα μάγουλά του, ενώ ο λαιμός του, χοντρός όσο ο θώρακας ενός παιδιού, ήταν κι αυτός ένας κιτρινοπράσινος όγκος από ουλές. Φορούσε όμως μια περιποιημένη ασημόμαυρη στολή Πραιτωριανού Φρουρού, με χρυσά σιρίτια στους δύο ώμους και διάφορα μετάλλια και κορδέλες που έκαναν το τεράστιο στήθος του να φαίνεται ακόμη πιο φαρδύ.