«Δεν έχουμε λάβει κανένα νέο από το Μόντφορτ, βασιλιά μου», είπε ο Κυκλωπιανός. Η φράση ήταν εντυπωσιακά καλοσχηματισμένη για μονόφθαλμο, αλλά η άρθρωσή του ήταν σχεδόν ακατανόητη επειδή ρουθούνιζε πολύ δυνατά.
«Ο δαίμονας του Μόρκνεϊ δεν μπορεί πια να μπει στην πόλη», είπε ο Γκρινσπάροου, περισσότερο στον εαυτό του παρά στον Μπέλσεν’ Κριγκ.
«Ο δαίμονας του Μόρκνεϊ;» ψιθύρισε ο Μπριντ’Αμούρ. Αυτό σήμαινε ότι όλοι οι δούκες του βασιλιά-μάγου είχαν προσωπική σχέση με συγκεκριμένους δαίμονες;
«Επομένως πρέπει να θεωρήσουμε ότι ο ανόητος δούκας είναι νεκρός», συνέχισε ο Γκρινσπάροου.
«Ένα ασήμαντο πρόβλημα», δήλωσε ο Μπέλσεν’ Κριγκ.
«Είναι το πλοίο μου έτοιμο για το ταξίδι;» ρώτησε ο Γκρινσπάροου ενώ ο Μπριντ’Αμούρ κρατούσε την ανάσα του, πιστεύοντας ότι ο βασιλιάς ετοιμαζόταν να πάει στο Εριαντόρ προσωπικά για να καταπνίξει την εξέγερση. Ο γέρο-μάγος ήξερε ότι σε μια τέτοια περίπτωση θα ήταν αδύνατο να τον αντιμετωπίσουν ο Λούθιεν και οι φίλοι του.
«Τα νερά είναι καθαρά από παγόβουνα μέχρι το λιμάνι του Σομαντόρ», απάντησε ο Μπέλσεν’ Κριγκ.
Το Σομαντόρ, στη Γασκόνη; Η καρδιά του Μπριντ’Αμούρ γέμισε από ξαφνική ελπίδα. Ο Γκρινσπάροου πήγαινε στη Γασκόνη!
«Και τα νερά, βόρεια;» ρώτησε ο βασιλιάς, κι ο Μπριντ’Αμούρ κράτησε πάλι την αναπνοή του.
«Λιγότερο καθαρά, λένε όλες οι αναφορές», απάντησε ο Κυκλωπιανός.
«Αλλά μπορείς να περάσεις», είπε ο Γκρινσπάροου· τα λόγια του δεν ήταν ερώτηση αλλά διαταγή.
«Μάλιστα, βασιλιά μου».
«Τι ανοησία!» Ο Γκρινσπάροου κούνησε το κεφάλι του, σαν να έβρισκε πολύ δυσάρεστη την όλη υπόθεση. «Όμως, πρέπει να τους δώσουμε να καταλάβουν την ανοησία τους», συνέχισε. Σηκώθηκε από τον θρόνο ισιώνοντας τον βαρύ πτυχωτό μανδύα και τον λεπτοδουλεμένο μοβ ιμάντα που φορούσε χιαστί στους ώμους. «Σκοτώστε κάθε άνδρα, γυναίκα και παιδί που συνδέεται με τους επαναστάτες! Δώστε τους ένα παράδειγμα που το Εριαντόρ δεν θα ξεχάσει για αιώνες».
Ο τόνος του ήταν τελείως αδιάφορος, τελείως ανελέητος.
«Μάλιστα, βασιλιά μου!» ήρθε η πρόθυμη απάντηση. Ένας Κυκλωπιανός ήταν πάντα πρόθυμος να σκοτώσει ανθρώπους.
«Και σε προειδοποιώ», πρόσθεσε ο Γκρινσπάροου, λίγο πριν βγει από την αίθουσα από την πίσω πόρτα, «αν αναγκαστώ να γυρίσω πίσω από τις διακοπές μου, θα σε θεωρήσω προσωπικά υπεύθυνο».
«Μάλιστα, βασιλιά μου», είπε ο Μπέλσεν’ Κριγκ, μην δείχνοντας καθόλου ανήσυχος. Αντίθετα μάλιστα, όπως κατάλαβε ο μάγος που παρακολουθούσε από οχτακόσια χιλιόμετρα μακριά, ο Κυκλωπιανός φαινόταν χαρούμενος.
Ο Μπριντ’Αμούρ έκοψε τη σύνδεση κι έγειρε πίσω στην καρέκλα του. Καθώς η κρυστάλλινη σφαίρα έσβησε, μαζί της σκοτείνιασε το δωμάτιο, αλλά ο μάγος δεν έδωσε εντολή στο μαγικό του κηροπήγιο να ανάψει.
Έμεινε καθισμένος στο σκοτάδι να σκέφτεται τον δεσμό που είχαν οι εχθροί του με τους δαίμονες, μια σχέση που προφανώς ήταν ακόμη πολύ ισχυρή. Ο Μπριντ’Αμούρ συλλογίστηκε τη μοιραία απόφαση που είχε πάρει η αδελφότητα πριν από τόσα χρόνια. Οι καθεδρικοί ναοί είχαν χτιστεί, υπήρχε ειρήνη στη χώρα και ελάχιστοι συμπαθούσαν τους μάγους, που ήταν όλοι πια ηλικιωμένοι άνδρες και γυναίκες. Τότε η αδελφότητα αποφάσισε ότι η εποχή τους είχε περάσει. Ακόμη και οι μεγάλοι δράκοντες είχαν νικηθεί, άλλοι σκοτώθηκαν και άλλους τους φυλάκισαν σε βαθιές σπηλιές, όπως έκανε ο Μπριντ’Αμούρ και οι σύντροφοί του με τον Βαλτάσαρ. Ο Μπριντ’Αμούρ είχε χάσει το ραβδί του σε εκείνη τη σύγκρουση, και ήταν τόσο σίγουρος ότι δεν θα το ξαναχρειαστεί, ώστε δεν προσπάθησε καν να το πάρει πίσω.
Όλα τα μέλη της αδελφότητας αποσύρθηκαν. Μερικοί προτίμησαν την αιώνια ανάπαυση, ενώ άλλοι, όπως ο Μπριντ’Αμούρ, πέρασαν σε μια κατάσταση μαγικής αναστολής των οργανικών τους λειτουργιών προστατευμένοι μέσα σε πύργους ή σπηλιές. Όλοι εκτός από τον Γκρινσπάροου. Δεν ήταν παρά ένας ασήμαντος υποδεέστερος μάγος την παλιά εποχή, ο οποίος όμως, προφανώς, βρήκε τον τρόπο να παρατείνει την εποχή των μάγων.
Ο Μπριντ’Αμούρ είχε προτιμήσει τη μαγική αναστολή από τον θάνατο, επειδή πίστευε ότι μια μέρα ίσως να φαινόταν πάλι χρήσιμος στον κόσμο. Έτσι, πριν πέσει στον μαγικό του ύπνο, ενεργοποίησε ξόρκια συναγερμού που θα τον επανέφεραν στη ζωή αν έρχονταν σκοτεινές μέρες για τη χώρα. Και το αποτέλεσμα ήταν ότι ξύπνησε πριν από μερικά χρόνια, για να βρει τον Γκρινσπάροου να κάθεται στον θρόνο του Άβον έχοντας συνάψει ανίερες συμμαχίες με δαίμονες.