Выбрать главу

Ο Μπριντ’Αμούρ σκέφτηκε τους εχθρούς του, ανθρώπους και δαίμονες. Καθισμένος μέσα στο σκοτάδι, αναρωτήθηκε αν ήταν συνετό που οδήγησε τον Λούθιεν και το Εριαντόρ σε πορεία σύγκρουσης ενάντια σε έναν τέτοιο εχθρό.

5

Πόντο-πόντο

«Δεν είναι τόσο βαθιά», γκρίνιαξε ο Σάγκλιν, με την άκρη της γενειάδας του να γυαλίζει από γλίτσα.

«Αλλά εγώ δεν είμαι τόσο ψηλός», απάντησε αμέσως ο Όλιβερ.

Ο εκνευρισμένος νάνος κοίταξε τον Λούθιεν, που σήκωσε τον παραπονούμενο χάφλινγκ κάτω από τη μασχάλη του και άρχισε να προχωρά έτσι μέσα στον πάγο και το βούρκο.

«Ο Όλιβερ ντε Μπάροους να περπατά μέσα σε έναν υπόνομο!» συνέχισε να γκρινιάζει ο Όλιβερ. «Αν ήξερα πόσο χαμηλά θα έπεφτα δίπλα σε κάτι τύπους σαν εσένα…»

Η γκρίνια του έγινε ξαφνικά ένα πνιχτό βογγητό, καθώς ο Λούθιεν παραπάτησε κι έγειρε στο πλάι χτυπώντας στον τοίχο μαζί με τον Όλιβερ.

Ο Όλιβερ πήδησε όρθιος κι άρχισε να χτυπά το εφαρμοστό παντελόνι του τινάζοντας τις βρομιές. «Μπλιάχ! Τι αηδία!»

«Είμαστε στους υπόνομους της άνω πόλης», είπε ο Σάγκλιν με τη βραχνή φωνή του γεμάτη σαρκασμό. «Ίσως θα έπρεπε να μην κάνεις τόση φασαρία».

Ο Όλιβερ έριξε ένα ενοχλημένο βλέμμα στον Λούθιεν, αλλά ήξερε ότι ο φίλος του μάλλον διασκέδαζε με τις αντιδράσεις του. Και ήξερε επίσης ότι το πρόβλημα που τον ενοχλούσε ήταν ασήμαντο. Μπροστά στη σημασία αυτής της μέρας, ακόμη κι ο ίδιος ο Όλιβερ δεν μπορούσε να πάρει τη βρομιά των υπονόμων στα σοβαρά. Μία βδομάδα μόλις μετά την απελευθέρωσή τους από τα ορυχεία, οι νάνοι έδειξαν την αξία τους επιδιορθώνοντας παλιά όπλα και πανοπλίες, κατασκευάζοντας νέο εξοπλισμό και ανοίγοντας διόδους στους υπονόμους κάτω από την πολιορκημένη εμπορική συνοικία της πόλης. Τώρα ο Λούθιεν, ο Όλιβερ, ο Σάγκλιν και τριακόσιοι νάνοι προχωρούσαν σε πολλές παράλληλες διαδρομές για να εμφανιστούν ξαφνικά ανάμεσα στους εχθρούς τους.

Όμως, όσο σημαντικός κι αν ήταν ο σκοπός τους, ο Όλιβερ θεωρούσε ότι έχει κάθε δικαίωμα να γκρινιάζει για τη διαδρομή. Τα φανάρια φώτιζαν καλά τις σήραγγες, αλλά έκανε τρομερό κρύο. Τα κανάλια των υπονόμων ήταν σκεπασμένα από ένα χοντρό στρώμα πάγου, όμως υπήρχαν πρόσφατα απόβλητα πάνω από τον πάγο και το απλό κρύο δεν μπορούσε να εξουδετερώσει την τρομερή δυσωδία.

«Είχαν οχυρώσει τα ανοίγματα των υπονόμων», εξήγησε ο Σάγκλιν, «αλλά μπήκαμε μέσα από πολλά σημεία, πάνω από δέκα, αφού σκοτώσαμε επίσης τέσσερις Κυκλωπιανούς που ήταν εκεί κοντά».

«Δεν ξέφυγε κανείς να προειδοποιήσει ότι ερχόμαστε;» ρώτησε ο Λούθιεν για δέκατη φορά από τη στιγμή που ξεκίνησαν από την κάτω πόλη.

«Ούτε ένας», τον διαβεβαίωσε ο Σάγκλιν, επίσης για δέκατη φορά.

«Θα ήταν υπέροχα να περάσουμε όλο αυτό το βούρκο, για να βρούμε τον εχθρό να μας περιμένει», είπε σαρκαστικά ο Όλιβερ.

Ο Σάγκλιν τον αγνόησε ξεκινώντας πάλι την πορεία στο ίσιο τούνελ. Λίγο αργότερα σταμάτησε κι έκανε νόημα στους άλλους να κάνουν το ίδιο.

«Μας ανακάλυψαν!» έκανε ανήσυχος ο Όλιβερ.

Ο Σάγκλιν πήρε το φανάρι από έναν άλλο νάνο και το σήκωσε ψηλά, μπροστά στην είσοδο του περάσματος. Μετά έκανε ικανοποιημένος ένα νεύμα βλέποντας κάποιο παρόμοιο σήμα από την άλλη άκρη της διασταύρωσης και σήκωσε τον αντίχειρα. «Όλα στην ώρα τους», είπε ο νάνος κάνοντας νόημα στους άλλους να τον ακολουθήσουν πάλι.

Έφτασαν σε μια μικρή εσοχή στο τοίχωμα του περάσματος. Μια ανεμόσκαλα, φτιαγμένη πρόσφατα από τους νάνους, ήταν στερεωμένη στον ένα τοίχο της εσοχής και οδηγούσε σε μια ξύλινη καταπακτή, γύρω στα τέσσερα μέτρα πιο ψηλά.

Ο Λούθιεν έκανε νόημα στον Όλιβερ. Είχαν συμφωνήσει ότι ο ευκίνητος και μικρόσωμος χάφλινγκ θα έβγαινε πρώτος από τον υπόνομο, κάτι που ο Όλιβερ δέχθηκε πρόθυμα, ευχαριστημένος που θα έβγαινε από το βούρκο και τις ακαθαρσίες, έστω και αν τον περίμενε όλη η κυκλωπιανή δύναμη από πάνω. Άρχισε να ανεβαίνει αθόρυβα την ανεμόσκαλα.

Πριν φτάσει στην κορυφή, η καταπακτή άνοιξε τρίζοντας. Ο Όλιβερ πάγωσε στη θέση του, ενώ οι άλλοι περίμεναν σιωπηλοί.

«Ω, όχι», βόγγηξε ο χάφλινγκ, καθώς στην τρύπα της καταπακτής φάνηκε ένας γυμνός κυκλωπιανός πισινός. Ο Όλιβερ έχωσε το πρόσωπο στα χέρια, ελπίζοντας ότι θα τον προστατέψει το πλατύγυρο καπέλο του. «Σας παρακαλώ, ρίξτε του γρήγορα», ψιθύρισε. Δεν ήθελε ούτε να σκέφτεται τι τον περιμένει.

Πήρε μια ανάσα ανακούφισης όταν άκουσε τη χορδή από το τόξο του Λούθιεν να πάλλεται και αισθάνθηκε ένα κύμα αέρα από το βέλος που πέρασε δίπλα του. Κοιτάζοντας πάνω, το είδε να καρφώνεται βαθιά στον χοντρό πισινό του Κυκλωπιανού. Ο μονόφθαλμος ούρλιαξε και πετάχτηκε, για να δεχθεί ένα βέλος από τη βαλλίστρα ενός νάνου στο πρόσωπο καθώς έκανε την ανοησία να σκύψει πάνω από το άνοιγμα. Οι φωνές του σταμάτησαν και οι φίλοι άκουσαν τον Κυκλωπιανό να σωριάζεται νεκρός στο δάπεδο του μικρού δωματίου, από πάνω.