Ο Όλιβερ έφτιαξε το καπέλο του ενώ στρεφόταν στα πρόσωπα που τον κοίταζαν από κάτω. «Ξέρετε κάτι;» είπε σιγανά. «Οι μονόφθαλμοι είναι ίδιοι και από τις δύο άκρες!»
«Άντε, προχώρα!» τον μάλωσε ο Λούθιεν.
Ο Όλιβερ σήκωσε τους ώμους και ανέβηκε την ανεμόσκαλα βγαίνοντας σε ένα μικρό τετράγωνο δωμάτιο, όπου η δυσωδία ήταν σχεδόν εξίσου έντονη όπως στους υπονόμους. Κάποιος άλλος μονόφθαλμος χτυπούσε την πόρτα.
«Μπέργκους;» φώναξε.
Ο Όλιβερ γύρισε στο άνοιγμα και κοίταξε κάτω κάνοντας νόημα στους άλλους να μη μιλήσουν. Μετά πήγε αθόρυβα στην πόρτα, που ξαφνικά τραντάχτηκε καθώς ο Κυκλωπιανός την έσπρωξε απ’ έξω. Ήταν κλεισμένη μόνο με έναν μικρό γάντζο.
«Μπέργκους;» γρύλλισε πάλι ο μονόφθαλμος, και ο Όλιβερ κατάλαβε ότι είχε αρχίσει να χάνει την υπομονή του.
Η πόρτα τραντάχτηκε πιο δυνατά καθώς τη χτύπησε ο Κυκλωπιανός, ίσως με τον ώμο του. Ο Όλιβερ κοίταξε τον νεκρό μονόφθαλμο στο δάπεδο.
«Είσαι καλά;» ακούστηκε απ’ έξω, ενώ η πόρτα τραντάζονταν πάλι. Ο Όλιβερ πήγε να σταθεί δίπλα της βγάζοντας το ξίφος του.
Τρία δυνατά χτυπήματα.
«Μπέργκους!»
«Βοήθεια», γρύλλισε ο Όλιβερ μιμούμενος τη χοντρή μπάσα φωνή των Κυκλωπιανών και δίνοντας έναν τόνο αγωνίας στη φωνή του. Αμέσως μετά, αφού σήκωσε το ξίφος, έβγαλε τον γάντζο της πόρτας. Μια στιγμή αργότερα ο Κυκλωπιανός έπεσε πάνω στην πόρτα με τον ώμο και πετάχτηκε μέσα. Ο Όλιβερ τον κάρφωσε στο γόνατο με το ξίφος και του έβαλε τρικλοποδιά.
Ο κτηνάνθρωπος, έχοντας χάσει την ισορροπία του, σκόνταψε πάνω στον νεκρό σύντροφό του. Ο Όλιβερ τον ακολούθησε καθοδηγώντας το τρέκλισμά του με κεντρίσματα του ξίφους, μέχρι που ο Κυκλωπιανός κόντεψε να πέσει μέσα στην τρύπα. Άπλωσε όμως το χέρι του την τελευταία στιγμή και κρατήθηκε, με το κεφάλι και τους ώμους του μέσα στο άνοιγμα.
Ο Όλιβερ πήγε να τον καρφώσει, αλλά άκουσε μια χορδή τόξου από κάτω και ο Κυκλωπιανός τραντάχτηκε για μια στιγμή πριν μείνει ακίνητος. Ο χάφλινγκ έτρεξε κι έκλεισε πάλι την πόρτα, κοιτάζοντας πρώτα για να βεβαιωθεί ότι δεν είναι κανείς εκεί κοντά. Μετά πλησίασε στον Κυκλωπιανό και τον έσπρωξε μέσα στην τρύπα.
«Καλή βολή», είπε στον Λούθιεν όταν τον είδε να περνά πάνω από το πτώμα για να φτάσει στη σκάλα. «Ξέρεις όμως ποια άκρη του Κυκλωπιανού χτύπησες;»
Ο Λούθιεν δεν σήκωσε καν το κεφάλι να τον κοιτάξει. Δεν ήθελε να ενθαρρύνει τον Όλιβερ, κάτι που θα γινόταν σίγουρα αν ο χάφλινγκ έβλεπε το πλατύ χαμόγελό του.
Σε όλη την πάνω πόλη οι εισβολείς βγήκαν αθόρυβα από πολλά τέτοια αποχωρητήρια, μέσα και έξω από σπίτια εμπόρων. Ήταν σκοτεινά ακόμη, λίγο πριν τα χαράματα, όταν άκουσαν ήχους μάχης στο τείχος κοντά στη Μητρόπολη.
«Πάνω στην ώρα», είπε ο Όλιβερ, γιατί ο αντιπερισπασμός —μια επίθεση από δυνάμεις της κάτω πόλης— ήταν μέρος του σχεδίου.
Ο Λούθιεν έκανε ένα καταφατικό νεύμα σκυθρωπός. Πάνω στην ώρα. Όλα πήγαιναν σύμφωνα με το σχέδιο. Κοίταξε γύρω του καθώς τα μάτια του προσαρμόζονταν στο σκοτάδι και είδε νάνους, που ζούσαν επί χρόνια σαν σκλάβοι του Γκρινσπάροου, να ξεπροβάλλουν από κάθε σκιά.
Ο νεαρός Μπέντγουιρ ξεκίνησε προς το μέρος απ’ όπου ακουγόταν η μάχη, με τον Όλιβερ πίσω του. Διέσχισαν γρήγορα ένα δρομάκι, σταματώντας ξαφνικά στη διασταύρωση όταν άκουσαν βήματα να πλησιάζουν γρήγορα από την άλλη μεριά.
Ένας Κυκλωπιανός ξεπρόβαλε από τη γωνία και το μάτι του άνοιξε διάπλατα από την έκπληξη.
«Είναι τόσο εύκολο», παραπονέθηκε ο χάφλινγκ, καθώς κάρφωνε τον μονόφθαλμο στο στήθος. Ένα δευτερόλεπτο αργότερα ο Τυφλωτής άνοιξε το κρανίο του κτηνάνθρωπου στα δύο.
Ο Λούθιεν κάτι πήγε να απαντήσει, αλλά ξαφνικά γύρισαν ακούγοντας να ξεσπά μάχη πίσω τους. Μερικοί Κυκλωπιανοί είχαν βγει από μια πάροδο πηγαίνοντας κι αυτοί στη μάχη, τη βρήκαν όμως πιο γρήγορα από ό,τι περίμεναν καθώς δύο ομάδες νάνων, ανάμεσά τους και ο Σάγκλιν, τους όρμησαν από παντού.
Αψιμαχίες ξεσπούσαν παντού στο εμπορικό τμήμα της πόλης, πληθαίνοντας συνεχώς καθώς ο ήλιος ξεπρόβαλε από τον ορίζοντα να φωτίσει με τις λοξές ακτίνες του τις συμπλοκές. Ο Λούθιεν και ο Όλιβερ συνάντησαν ελάχιστη αντίσταση —δύο Κυκλωπιανούς που τους νίκησαν εύκολα— με αποτέλεσμα γρήγορα να φτάσουν στο τείχος κοντά στη Μητρόπολη, όπου θα ενώνονταν με τους άλλους επαναστάτες. Είδαν όμως ότι οι νάνοι τους είχαν προλάβει κι έτσι οι Κυκλωπιανοί, που κρατούσαν αυτή τη θέση, αντιμετώπιζαν ήδη μεγάλη πίεση.
«Έχε τον νου σου!» είπε ο Λούθιεν στον Όλιβερ. Μετά έβγαλε το πτυσσόμενο τόξο, το άνοιξε, το στερέωσε με μια συνεχόμενη κίνηση και πέρασε το βέλος. Ενώ ο Όλιβερ φύλαγε τα νώτα του, ο Λούθιεν άρχισε να ρίχνει διαλέγοντας με προσοχή τους στόχους του.