Γάντζοι με σχοινιά πέρασαν πάνω από το τείχος. Με τους νάνους να απασχολούν τους Κυκλωπιανούς από τη μέσα πλευρά και άλλους να περιφέρονται στους δρόμους σταματώντας όποιες ενισχύσεις πήγαιναν προς εκείνο το σημείο, οι μονόφθαλμοι δεν μπόρεσαν να αντισταθούν για πολύ. Ξωτικά και άνθρωποι, αφού πέρασαν από το τείχος, ενώθηκαν με τους άλλους επαναστάτες.
Ο Λούθιεν προσπάθησε να περάσει γρήγορα ένα βέλος στο τόξο του βλέποντας έναν άνθρωπο να γλιστρά, ενώ κάποιος Κυκλωπιανός πλησίαζε ήδη με το ξίφος του ψηλά για να τον σκοτώσει.
«Να πάρει!» φώναξε ο νεαρός Μπέντγουιρ, ξέροντας ότι δεν προλάβαινε.
Ο Κυκλωπιανός σταμάτησε ξαφνικά. Ο Λούθιεν δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί, αλλά φρόντισε να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία περνώντας το βέλος στο τόξο και σημαδεύοντας.
Ο Κυκλωπιανός σωριάστηκε κάτω μπρούμυτα πριν προλάβει να του ρίξει ο νεαρός, έχοντας δυο βέλη καρφωμένα στην πλάτη του. Ο Λούθιεν ακολούθησε τη γραμμή της βολής προς το τείχος και είδε μια γνωστή φιγούρα, όμορφη και ευκίνητη, με τα γωνιώδη χαρακτηριστικά της μισοξωτικής.
«Η Σιόμπαν!» είπε ο Όλιβερ πίσω του φανερά ευχαριστημένος, θαυμάζοντας την εντυπωσιακή μισοξωτική έτσι όπως στεκόταν πάνω στο τείχος μέσα στο πρωινό φως.
Πριν θυμηθεί ο Λούθιεν ότι κρατά ακόμη το τόξο με το βέλος στο χέρι του, η Σιόμπαν έριξε πάλι με το δικό της και άλλος ένας Κυκλωπιανός σωριάστηκε κάτω.
«Θα κάθεσαι να κοιτάς ή θα παίξεις;» του φώναξε ο Όλιβερ, ενώ περνούσε τρέχοντας δίπλα του. Ο Λούθιεν κοίταξε το κύριο πεδίο της σύγκρουσης, που βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη τώρα στο τείχος και στην πλατεία δίπλα στην πανύψηλη Μητρόπολη. Πέρασε το τόξο στον ώμο του, έβγαλε τον Τυφλωτή και όρμησε πίσω από τον φίλο του.
Είδαν και οι δύο την Κατρίν να πηδά από το τείχος στη μέση της σύγκρουσης, ανάμεσα σε δυο Κυκλωπιανούς.
Ο Όλιβερ βόγγηξε με το θέαμα, αλλά ο Λούθιεν την ήξερε καλά και δεν ανησύχησε.
Η Κατρίν άρχισε να δουλεύει τη λόγχη της αποκρούοντας και χτυπώντας τους αιφνιδιασμένους μονόφθαλμους. Με έναν δυνατό λογχισμό κάρφωσε τον ένα στην κοιλιά, μετά ελευθέρωσε τη λόγχη και την περιέστρεψε χτυπώντας με το πίσω μέρος του κονταριού τον άλλο Κυκλωπιανό στο πρόσωπο. Περιστρέφοντας ξανά τη λόγχη στα χέρια της, έσχισε με την αιχμή τον λαιμό του μονόφθαλμου, μετά τη γύρισε πάλι και αποτελείωσε εκείνον που κρατούσε ήδη τα χυμένα του σπλάχνα.
Ο Λούθιεν κοίταξε τον Όλιβερ φανερά ευχαριστημένος. «Δύο στους δύο», είπε.
Καθώς ο Όλιβερ του έδειξε στο τείχος, ο Λούθιεν γύρισε και είδε την Σιόμπαν να σκοτώνει άλλον ένα Κυκλωπιανό, από ψηλά, με το θανάσιμο τόξο της.
«Ένας παραπάνω», είπε ικανοποιημένος ο Όλιβερ, με αποτέλεσμα να συνειδητοποιήσουν και οι δύο ότι είχαν διαλέξει ο καθένας μια διαφορετική “παράταξη”.
«Λάθος!» φώναξε ο Λούθιεν. Ο Όλιβερ γύρισε και είδε την Κατρίν να τρέχει με όλη της τη δύναμη. Σταμάτησε γλιστρώντας, έσκυψε ταυτόχρονα κι εκτόξευσε τη λόγχη της καρφώνοντας στον αυχένα έναν Κυκλωπιανό που το είχε βάλει στα πόδια. Ο μονόφθαλμος, πέφτοντας μπρούμυτα, σύρθηκε με τα μούτρα στο έδαφος.
«Φαίνεται ότι είναι ισόπαλες», είπε ο Όλιβερ με νόημα, ενώ ο Λούθιεν συνειδητοποιούσε ότι ο φίλος του δεν μιλούσε μόνο για τις πολεμικές ικανότητες των δύο γυναικών.
Το σχόλιο δεν άρεσε στον Λούθιεν και ο Όλιβερ το κατάλαβε. Απομακρύνθηκε τρέχοντας, κρατώντας ψηλά το ξίφος. «Θα κάθεσαι να κοιτάς ή θα παίξεις;» φώναξε πάλι.
Ο Λούθιεν ξέχασε τον θυμό του, παραμερίζοντας τη σύγχυση και τις σκέψεις του για τις δυο όμορφες γυναίκες. Δεν ήταν ώρα για διλήμματα. Πρόλαβε τον Όλιβερ και όρμησαν μαζί στη μάχη.
Σπίτια πλουσίων εμπόρων λεηλατήθηκαν κατά δεκάδες εκείνο το μοιραίο πρωί στο Μόντφορτ, ενώ πολλοί σκλάβοι απελευθερώθηκαν για να ορμήσουν κι αυτοί στη μάχη. Εκατοντάδες Κυκλωπιανοί σκοτώθηκαν.
Οι έμποροι όμως δεν εκτελέστηκαν επιτόπου, εκτός από εκείνους που αντιστάθηκαν στους επαναστάτες αρνούμενοι να παραδοθούν. Αυτή ήταν η πρώτη διαταγή που έδωσε ο Λούθιεν πριν αρχίσει η επίθεση, να τους δώσουν πρώτα την ευκαιρία να παραδοθούν. Δεν ένιωθε άνετα με το ρόλο του αρχηγού, αλλά σε αυτό το σημείο ήταν ανυποχώρητος και αποφασιστικός, γιατί πίστευε ακράδαντα στη δικαιοσύνη. Ήξερε ότι δεν είναι όλοι οι έμποροι του Μόντφορτ κακοί άνθρωποι και ότι, εκείνοι που πλούτισαν στη διάρκεια της βασιλείας του Γκρινσπάροου, δεν ήταν αναγκαστικά πιστοί στον παράνομο βασιλιά.
Η μάχη για την πόλη ήταν σκληρή, η φρουρά της πόλης και οι Πραιτωριανοί Φρουροί των εμπόρων αντιστάθηκαν όσο μπορούσαν, αλλά τελικά νικήθηκαν. Η κατάληψη του Μόντφορτ ολοκληρώθηκε.