Ο Λούθιεν ελευθέρωσε το σπαθί με ένα απότομο τράβηγμα και ο Κυκλωπιανός σωριάστηκε κάτω. Είχε μια στιγμή ανάπαυλας πριν του ορμήσει ο επόμενος αντίπαλος, έτσι δεν μπόρεσε να μη ρίξει μια ματιά, για να δει αν είχε καταφέρει να σβήσει το χαμόγελο από τα χείλη του Όλιβερ.
Μάταια ήλπιζε όμως. Το ξίφος του Όλιβερ έκανε έναν τρελό χορό γύρω από τη μύτη του σπαθιού του αντιπάλου του, και ήταν φανερό ότι όλες αυτές οι κινήσεις είχαν μπερδέψει τον βραδύστροφο μονόφθαλμο.
«Φινέτσα!» έκανε ξεφυσώντας ο χάφλινγκ, τονίζοντας τη λέξη περισσότερο στη λήγουσα αφού η προφορά του ήταν έντονα γασκονική. «Αν πολεμούσες με δύο όπλα, θα τους είχες σκοτώσει και τους δύο. Τώρα μπορεί να χρειαστεί να κυνηγήσω αυτόν που έχασες, και να το σκοτώσω μόνος μου το πανάσχημο τέρας!»
Ο Λούθιεν αναστέναξε μοιρολατρικά και γύρισε μπροστά προλαβαίνοντας την τελευταία στιγμή να σηκώσει το σπαθί του για να αποκρούσει ένα άγριο χτύπημα. Πριν προλάβει να το ανταποδώσει, είδε ένα κοντάρι να περνά από τα αριστερά του. Ο Κυκλωπιανός τραντάχτηκε ξαφνικά και βόγγηξε με τη λόγχη της Κατρίν Ο’ Χέιλ χωμένη βαθιά στην κοιλιά του.
«Αν πολεμούσατε περισσότερο και μιλούσατε λιγότερο, θα τελειώναμε πιο γρήγορα», τους μάλωσε. Ελευθερώνοντας τη λόγχη της με ένα τράβηγμα, γύρισε για να αντιμετωπίσει τον επόμενο αντίπαλο, που την είχε πλησιάσει από το πλάι.
Ο Λούθιεν ήξερε ότι οι επιπλήξεις της ήταν απλώς λόγια. Για πολλά χρόνια ζούσε και έκανε προπόνηση μαζί με την Κατρίν, γι’ αυτό ήξερε τις μεγάλες της ικανότητες. Η Κατρίν, πάλι, είχε συμπαθήσει αμέσως τον Όλιβερ με τους φανφαρόνικους παλληκαρισμούς του, μια συμπάθεια που ήταν σίγουρα αμοιβαία. Έτσι, τώρα, παρά την τρομερή μάχη και παρά το γεγονός ότι η Μητρόπολη σε λίγο θα έπεφτε πάλι στα βρόμικα χέρια του Όμπρεϊ, η Κατρίν όπως και ο Όλιβερ απολάμβαναν τη μάχη.
Εκείνη τη στιγμή ο Λούθιεν Μπέντγουιρ κατάλαβε ότι δεν θα γινόταν να τον περιβάλλουν καλύτεροι φίλοι.
Στο μεταξύ ένας Κυκλωπιανούς μούγκρισε ορμώντας κατά πάνω του. Ο Λούθιεν έσκυψε για να τον αποφύγει, αλλά ο μονόφθαλμος ξαφνικά τραντάχτηκε παράξενα και μετά σωριάστηκε κάτω. Ο Λούθιεν είδε ένα βέλος καρφωμένο στο κρανίο του. Ακολουθώντας τη γραμμή της βολής, είδε πάνω και αριστερά στο τριφόριο, σε ύψος δεκαπέντε μέτρων, την Σιόμπαν. Τον κοίταζε αυστηρά και ο Λούθιεν κατάλαβε ότι δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένη, που τον έβλεπε να πολεμά δίπλα στην Κατρίν Ο’ Χέιλ.
Αλλά αυτό είναι θέμα για μια άλλη μέρα, σκέφτηκε ο Λούθιεν, βλέποντας έναν Κυκλωπιανό να πλησιάζει και αρκετούς άλλους ακόμη πίσω του. Η σφηνοειδής παράταξη της ομάδας του είχε βγει πια από την κόγχη και βρισκόταν στην ανοιχτή περιοχή της αίθουσας. Ουσιαστικά δεν μπορούσαν να προχωρήσουν άλλο με αυτό τον κλειστό σχηματισμό, γιατί τώρα ο Λούθιεν και οι σύντροφοί του αντιμετώπιζαν αντιπάλους από τρεις πλευρές. Οι πιο πολλοί από τους παγιδευμένους υπερασπιστές της Μητρόπολης είχαν μπει στις τάξεις τους, αλλά υπήρχε άλλη μια ομάδα από πέντε-έξι άτομα απομονωμένη ακόμη, μόλις δέκα μέτρα πέρα από το σημείο όπου βρισκόταν ο Λούθιεν.
Μόνο δέκα μέτρα, όμως υπήρχαν τουλάχιστον μια ντουζίνα Κυκλωπιανοί ανάμεσά τους.
«Οργάνωσε την υποχώρηση!» φώναξε ο Λούθιεν στην Κατρίν και, μόλις εκείνη γύρισε και τον κοίταξε, κατάλαβε αμέσως τι σκόπευε να κάνει. Ήταν υπερβολικά τολμηρό, μια επιχείρηση αυτοκτονίας, γι’ αυτό το ένστικτο της Κατρίν και η αγάπη της για τον Λούθιεν την έκανε να θέλει να σταθεί δίπλα του σε αυτή την απεγνωσμένη επίθεση. Ήταν στρατιώτης όμως, οπότε ήξερε ότι έπρεπε να πράξει το καθήκον της. Μόνο ο Λούθιεν ή ο Όλιβερ ή η ίδια μπορούσαν να οδηγήσουν την κυρίως ομάδα πίσω στην κόγχη, απ’ όπου θα περνούσαν στο ανατολικό τείχος και θα έβγαιναν στους δρόμους της κάτω πόλης για να σκορπίσουν στα στενά, ασφαλείς πια από τους Κυκλωπιανούς.
«Όλιβερ!» φώναξε ο Λούθιεν, αλλά αμέσως γύρισε για να αντιμετωπίσει έναν σωματώδη και άσχημο Κυκλωπιανό. Άκουσε πίσω του μια στράκα, τον χαρακτηριστικό ήχο που κάνει η λεπτή λεπίδα ενός ξίφους όταν την τινάζουν κοφτά στον αέρα, έτσι κατάλαβε ότι ο Όλιβερ είχε ακούσει το κάλεσμά του. Με μια δυνατή κίνηση, ο Λούθιεν, έστειλε τα χέρια και το όπλο του Κυκλωπιανού ψηλά. Ταυτόχρονα, σηκώθηκε στις μύτες ανοίγοντας τα πόδια του.
Ο Όλιβερ πέρασε κυλώντας ανάμεσά τους και ξαναβρέθηκε όρθιος με την αιχμή του ξίφους γυρισμένη προς τα πάνω. Ο Κυκλωπιανός ήταν πολύ ψηλός, γι’ αυτό ο μικρόσωμος Όλιβερ δεν κατάφερε να τον χτυπήσει όπως ήθελε, να διαπεράσει με το ξίφος του το διάφραγμα και τους πνεύμονες του Κυκλωπιανού, συμβιβάστηκε όμως με ένα τρύπημα στην κοιλιά. Η λεπτή λεπίδα του ξίφους του χώθηκε όλη στο σώμα του αντιπάλου του, μέχρι που τη σταμάτησε η χοντρή ραχοκοκαλιά του.