Ο νεαρός Μπέντγουιρ κοίταξε τα ρούχα και το σώμα του, είδε τις λάσπες από τους υπονόμους και αίματα από φίλους κι εχθρούς. Ο υπέροχος πορφυρός μανδύας όμως δεν είχε την παραμικρή κηλίδα, λες και η μαγική του φύση δεν ανεχόταν τέτοια ψεγάδια.
«Πρέπει να πλυθώ», είπε στην Σιόμπαν.
Αυτή κατένευσε. «Σου έχουν έτοιμο ζεστό νερό και καθαρά ρούχα».
Ο Λούθιεν την κοίταξε με περιέργεια. Για κάποιο λόγο, δεν ένιωσε καμία έκπληξη.
Σχεδόν μια ώρα αργότερα, έχοντας λιγότερο χρόνο από όσον θα ήθελε για να προετοιμαστεί, αλλά με την τάξη να καταρρέει όλο και περισσότερο ανάμεσα στον κόσμο που γιόρταζε τη νίκη, ο Λούθιεν Μπέντγουιρ βγήκε στη μέση της πλατείας, μπροστά στη Μητρόπολη. Ο νεαρός αισθάνθηκε το κεφάλι του να γυρίζει καθώς κοίταξε τη μάζα των θεατών. Όλοι οι συμπολεμιστές του, όλα τα ξωτικά του Μόντφορτ, ανάμεσά τους και οι Κάτερς, κι επίσης χιλιάδες άλλοι είχαν έλθει για να ακούσουν την Πορφυρή Σκιά και να μάθουν ποια θα είναι η μοίρα τους, σαν να ήταν ο Λούθιεν εκπρόσωπος του Θεού.
Προσπάθησε να μην κοιτάζει τα πρόσωπά τους, την επιθυμία και την ανάγκη που υπήρχε στα μάτια τους. Δεν ένιωθε άνετα με αυτό το ρόλο και δεν είχε ιδέα πώς και γιατί βρέθηκε ξαφνικά να είναι επιφορτισμένος με τέτοιες ευθύνες. Σκέφτηκε ότι θα έπρεπε να βάλει τον Όλιβερ να τους μιλήσει. Ο Όλιβερ ήξερε να μιλάει, να διαβάζει τις ανάγκες του κόσμου.
Ή την Σιόμπαν. Ο Λούθιεν την κοίταξε εξεταστικά καθώς τον οδηγούσε στα σκαλοπάτια του βάθρου για τις αγχόνες, που είχαν στήσει οι επαναστάτες για τους αιχμάλωτους Κυκλωπιανούς και εμπόρους οι οποίοι θα καταδικάζονταν σε θάνατο. Ίσως μπορούσε να πείσει την Σιόμπαν να μιλήσει.
Αμέσως έδιωξε αυτήν τη σκέψη. Η Σιόμπαν ήταν μισοξωτική, πιο κοντά στα ξωτικά παρά στους ανθρώπους. Γύρω του είχαν συγκεντρωθεί γύρω στα δέκα χιλιάδες άτομα που παρακολουθούσαν από τους δρόμους, αλλά υπήρχαν χιλιάδες άλλοι πίσω από το τείχος, στην κάτω πόλη, οι οποίοι δεν θα έβλεπαν μα θα άκουγαν ό,τι τους μετέφεραν οι μπροστινοί — και μέσα σε αυτό το πλήθος, τα ξωτικά δεν ήταν πάνω από εφτακόσια.
Ανέβηκε τα σκαλοπάτια δίπλα στη Σιόμπαν νιώθοντας κάποια παρηγοριά καθώς έβλεπε τα γνωστά πρόσωπα του Όλιβερ, της Κατρίν και του Σάγκλιν στην πρώτη σειρά. Τον κοίταζαν με προσδοκία, γεμάτοι σιγουριά. Πίστευαν σ’ αυτόν.
«Μην ξεχνάς το αληθινό όνομα της πόλης!» του ψιθύρισε στο αφτί η Σιόμπαν, πριν κατεβεί από το πάλκο. Ο Λούθιεν, η Πορφυρή Σκιά, ήταν μόνος.
Είχε προετοιμάσει μια σύντομη ομιλία, αλλά δεν μπορούσε να θυμηθεί την αρχή της. Είδε Κυκλωπιανούς στα παράθυρα της Μητρόπολης να τον κοιτάζουν με την ίδια προσδοκία που έβλεπε στα πρόσωπα του πλήθους, και κατάλαβε ότι η μοίρα τους, όπως επίσης η μοίρα όλου του Εριαντόρ και του Άβον, θα καθοριζόταν εκείνη τη στιγμή.
Αυτή η σκέψη δεν τον βοήθησε καθόλου να ηρεμήσει.
Κοίταξε πάλι τους φίλους του από κάτω. Ο Όλιβερ τον χαιρέτισε αγγίζοντας τον γύρο του τεράστιου καπέλου του, η Κατρίν του έκλεισε το μάτι κάνοντας ένα αποφασιστικό νεύμα. Εκείνος όμως που του έδωσε όσο κουράγιο χρειαζόταν, ήταν ο Σάγκλιν, ο οποίος στεκόταν υπομονετικός, σχεδόν απαθής, με τα δυνατά χέρια του σταυρωμένα στο στήθος και το πρόσωπο σχεδόν ανέκφραστο· ο Σάγκλιν, που ο λαός του είχε υποφέρει τόσο πολύ υποδουλωμένος στην τυραννία του δούκα Μόρκνεϊ· ο αδάμαστος Σάγκλιν, που τους οδήγησε στα ορυχεία αντιδρώντας σε κάθε απόπειρα να δώσουν τέλος στη μάχη για το Μόντφορτ, μέχρι να πετύχουν τον σκοπό τους.
Μέχρι να πετύχουν τον σκοπό τους.
Ο Λούθιεν κοίταξε το πλήθος αποφασισμένος. Δεν προσπάθησε να θυμηθεί τα λόγια της ομιλίας του, αλλά μόνο να εκφράσει τα συναισθήματα της καρδιάς του.
«Συμπολεμιστές μου!» φώναξε. «Φίλοι μου! Αυτό που βλέπω μπροστά μου δεν είναι μια πόλη κατακτημένη.
Μια μεγάλη παύση, ενώ από τον κόσμο δεν ακουγόταν ούτε ένας ψίθυρος.
»Βλέπω μια πόλη απελευθερωμένη!» πρόσθεσε, ενώ ο κόσμος ξεσπούσε σε εκκωφαντικές ζητωκραυγές. Περιμένοντας να ησυχάσει το πλήθος, ο Λούθιεν έριξε μια ματιά στην Σιόμπαν, που άκουγε ήρεμη και γεμάτη σιγουριά.
»Πήραμε πίσω ένα μικρό μέρος από αυτά που δικαιωματικά μας ανήκουν», συνέχισε ο νεαρός Μπέντγουιρ παίρνοντας κουράγιο, νιώθοντας μια νέα ορμή. Σήκωσε το χέρι του με τον αντίχειρα και τον δείκτη ενωμένους. «Ένα μικρό μέρος», επανέλαβε δυνατά, θυμωμένα.
«Μόντφορτ!» φώναξε κάποιος.
«Όχι!» απάντησε γρήγορα ο Λούθιεν, πριν αρχίσει ο κόσμος να φωνάζει.
»Όχι!», συνέχισε. «Το Μόντφορτ δεν είναι παρά ένα σημείο πάνω στον χάρτη του βασιλιά Γκρινσπάροου». Το όνομα προκάλεσε πολλά γιουχαίσματα. «Ένας τόπος για να τον κατακτήσεις — και να τον κάψεις». Ο Λούθιεν άπλωσε το χέρι δείχνοντας τους καπνούς πίσω του, πιο αραιούς τώρα αλλά ακόμη ορατούς.