Выбрать главу

»Τι κερδίζουμε κυριεύοντας το Μόντφορτ και καίγοντας το Μόντφορτ;» φώναξε πάνω από τους μπερδεμένους ψίθυρους του κόσμου. «Τι κερδίζουμε κατακτώντας κτήρια και πράγματα, απλά πράγματα, που ο Γκρινσπάροου μπορεί να έλθει για να μας τα ξαναπάρει;»

»Τίποτα, έτσι λέω εγώ», συνέχισε ο Λούθιεν. «Αν αυτό που κατακτήσαμε ήταν το Μόντφορτ, τότε δεν καταφέραμε τίποτα!»

Χιλιάδες ψίθυροι, χιλιάδες απορημένες ερωτήσεις υψώθηκαν από το πλήθος, καθώς ο Λούθιεν σταμάτησε και περίμενε αφήνοντας την ανησυχία και τη σύγχυση να αυξηθεί.

»Αλλά δεν είναι το Μόντφορτ!» φώναξε επιτέλους και οι ψίθυροι μειώθηκαν, όμως οι απορημένες εκφράσεις παρέμειναν στα πρόσωπα. «Δεν είναι κάτι που ο βασιλιάς Γκρινσπάροου —ή μάλλον όχι: απλώς ο Γκρινσπάροου, γιατί δεν είναι δικός μου βασιλιάς!— δεν είναι κάτι που ο Γκρινσπάροου μπορεί να μας το πάρει. Δεν είναι το Μόντφορτ, σας λέω. Δεν είναι μια πόλη που την κατακτήσαμε για να την κάψουμε. Αυτό που πήραμε πίσω είναι το Κάερ Μακντόναλντ!

Ακολούθησε μια έκρηξη από φωνές, από ζητωκραυγές για τον Λούθιεν και για το Κάερ Μακντόναλντ. Ο νεαρός Μπέντγουιρ κοίταξε την Σιόμπαν που χαμογελούσε πλατιά. Θυμήσου το αληθινό όνομα της πόλης, του είχε πει και, τώρα που ο Λούθιεν είχε πει τα μαγικά λόγια, η Σιόμπαν του φαινόταν διαφορετική. Ήταν σαν να είχε φύγει ένα σύννεφο από το πρόσωπό της, έδειχνε δικαιωμένη, σίγουρη. Όχι, κάτι παραπάνω από σίγουρη, συνειδητοποίησε ο Λούθιεν. Έδειχνε ασφαλής.

Η Σιόμπαν, η πρώην σκλάβα ενός εμπόρου, η μισοξωτική που πολεμούσε κρυφά επί χρόνια ενάντια στην άρχουσα τάξη και είχε σταθεί δίπλα στον Λούθιεν από την αρχή της ανόδου του στην ιεραρχία της αντίστασης, ήταν ελεύθερη, επιτέλους.

»Το Κάερ Μακντόναλντ!» φώναξε ο Λούθιεν όταν ο κόσμος ησύχασε λίγο. «Και τι σημαίνει αυτό; Ο Μπρους Μακντόναλντ, ο ήρωας που πολέμησε τους Κυκλωπιανούς, για τι πολέμησε;»

«Για την ελευθερία!» ακούστηκε μια κραυγή κάτω από το πάλκο και ο Λούθιεν ήξερε, χωρίς να χρειαστεί να κοιτάξει, ότι ήταν η φωνή της Κατρίν Ο’ Χέιλ.

Η κραυγή επαναλήφθηκε από κάθε άκρη της πλατείας, γύρω από το τείχος, στους δρόμους της κάτω πόλης. Έφτασε στα αφτιά όσων, ακόμη κι εκείνη τη στιγμή, λεηλατούσαν τα πλουσιότερα σπίτια της πόλης και όσων είχαν κάψει σπίτια εμπόρων, και τους έκανε να ντραπούν.

«Δεν πήραμε πίσω ένα μέρος αλλά ένα ιδανικό», συνέχισε ο Λούθιεν. «Πήραμε πίσω αυτό που ήμασταν παλιά και αυτό που πρέπει να είμαστε. Στο Κάερ Μακντόναλντ βρήκαμε την καρδιά του παλιού μας ήρωα, και δεν είναι παρά ένα μικρό κομμάτι, ένα μικροσκοπικό κέρδος, μια φλόγα κεριού μέσα σε πηχτό σκοτάδι. Και βρίσκοντάς το αυτό, μπορούμε να υψώσουμε ξανά τη σημαία του Κάερ Μακντόναλντ στη Μητρόπολη…» Σταμάτησε αφήνοντας τον κόσμο να κοιτάξει για μια στιγμή στον ψηλότερο πύργο του καθεδρικού ναού, όπου φαίνονταν να κινούνται μερικές φιγούρες.

»Και θα την υψώσουμε!» υποσχέθηκε ο Λούθιεν στους ακροατές του όταν γύρισαν πάλι μπροστά, όμως αναγκάστηκε να ξανασταματήσει μέχρι να πάψουν οι ζητωκραυγές.

»Παίρνοντας πίσω αυτό το κομμάτι της κληρονομιάς μας, δεχθήκαμε μια ευθύνη», συνέχισε. «Ανάψαμε μια φωτιά, και τώρα πρέπει να σκαλίσουμε αυτή τη φωτιά για να φουντώσει, να μοιραστούμε το φως της και με άλλους. Με το Πορτ Τσάρλι στα δυτικά· με τα νησιά, το Μπέντγουιντριν, το Μάρβις και το Κάριθ στα βόρεια· με το Μπρόνεγκαν στα βόρεια βουνά και με το Ρόλγουιν ακόμη πιο βόρεια· με το Τσάλμπερς, τα Υψίπεδα του Έραντοχ στα ανατολικά και με το Νταν Κάριθ, μέχρι να φύγει το σκοτεινό πέπλο του Γκρινσπάροου, μέχρι που το Άιρον Κρος και το Τείχος του Μαλπουισάν να χωρίζουν όχι απλώς εκτάσεις γης αλλά κάτι παραπάνω. Μέχρι που το Εριαντόρ να ελευθερωθεί!»

Ήταν το τέλειο τέλος, σκέφτηκε ο Λούθιεν, τέλειο μέχρι την τελευταία συλλαβή και την τελευταία έμφαση. Ένιωθε εξάντληση κι ευφορία μαζί, κουρασμένος σαν να είχε μόλις πολεμήσει μόνος του ενάντια σε εκατό Κυκλωπιανούς και ικανοποιημένος σαν να τους είχε νικήσει.

Ο ενθουσιασμός, η αλληλεγγύη, είχαν φουντώσει πάλι μέσα στις τάξεις των επαναστατών. Ο Λούθιεν και η Σιόμπαν ήξεραν ότι ο κίνδυνος είχε περάσει, προς το παρόν τουλάχιστον.

Οι στρατιές του Γκρινσπάροου θα έρχονταν, αλλά αν ο Λούθιεν και οι φίλοι του μπορούσαν να διατηρήσουν αυτήν τη συναίσθηση ενός ανώτερου σκοπού, αν κατάφερναν να μείνουν πιστοί στις αλήθειες που είχαν μέσα στην καρδιά τους, δεν ήταν δυνατό να νικηθούν.

Όσο έδαφος κι αν έπαιρνε πίσω ο Γκρινσπάροου, όσες ζωές κι αν έπαιρνε ο στρατός του, ήταν αδύνατο να νικηθούν.