Ο Λούθιεν κοίταξε το βέλος. Όντας κατακόκκινο, στη θέση των φτερών είχε προεξοχές με το λευκοκίτρινο χρώμα της αστραπής. Έμοιαζε να εκπέμπει έναν παράξενο, αδιόρατο κραδασμό. Κοίταξε την Σιόμπαν, είδε τη θυμωμένη ματιά που έριξε στον ψηλό πύργο και κατάλαβε τι του ζητούσε να κάνει.
Εκείνη τη στιγμή ο Λούθιεν συνειδητοποίησε πόσο σημαντικό ρόλο είχε παίξει η μισοξωτική, τόσο στη δική του ζωή όσο και στην επανάσταση. Η Σιόμπαν είχε αρχίσει να πολεμά πολύ πριν από τον Λούθιεν ενάντια στους εμπόρους και τους Κυκλωπιανούς, ενάντια στη βασιλεία του Γκρινσπάροου. Μαζί με τους Κάτερς έκλεβε και δημιουργούσε ένα δίκτυο που αργότερα έγινε ο στρατός του Λούθιεν. Η Σιόμπαν τον είχε αποδεχθεί, είχε αποδεχθεί την Πορφυρή Σκιά παροτρύνοντάς τον να προχωρήσει σε αυτό τον δρόμο. Εκείνη τον πληροφόρησε ότι οι Κυκλωπιανοί έπιασαν τον Σάγκλιν, αφότου ο νάνος βοήθησε τον Όλιβερ και τον Λούθιεν να ξεφύγουν μετά από κάποια αποτυχημένη προσπάθεια διάρρηξης. Η Σιόμπαν τον έστειλε στη Μητρόπολη και μετά στα ορυχεία και, όταν ο Λούθιεν με τον Όλιβερ πήγαν να σώσουν τον Σάγκλιν, εμφανίστηκαν εκεί οι Κάτερς για να τους βοηθήσουν.
Ακόμα, η δίκη της Σιόμπαν ήταν το γεγονός που έφερε τον Λούθιεν πάλι στη Μητρόπολη, εκείνη τη μοιραία μέρα που σκότωσε τον δούκα Μόρκνεϊ· και η Σιόμπαν, πάλι, τον ακολούθησε μέχρι την κορυφή του πύργου ενώ κυνηγούσε τον τρομερό μάγο.
Και τώρα του έδινε αυτό το βέλος, ένα βέλος που ο Λούθιεν ήξερε με κάποιον ακατανόητο τρόπο ότι θα έφτανε στον στόχο του. Η Σιόμπαν, που τον είχε οδηγήσει σε αυτή την ομιλία, τώρα του έλεγε να την τελειώσει. Κι όμως, η ίδια είχε ένα μακρύ τόξο στον ώμο της, μεγαλύτερο και ισχυρότερο από του Λούθιεν και ήταν καλύτερη τοξότρια απ’ αυτόν. Αν τούτο το βέλος ήταν μαγεμένο, όπως υποψιαζόταν ο Λούθιεν, η Σιόμπαν μπορούσε να κάνει τη βολή πιο εύκολα από τον ίδιο.
Δεν ήταν αυτό το θέμα όμως. Εδώ δεν παιζόταν απλώς η ζωή ενός ανόητου υποκόμη. Η Σιόμπαν δημιουργούσε έναν θρύλο. Δίνοντας το βέλος για να το ρίξει ο Λούθιεν, τον καθιστούσε τον αδιαμφισβήτητο ήρωα της μάχης για το Κάερ Μακντόναλντ.
Ο Λούθιεν συνειδητοποίησε τότε πόσο σημαντικός ήταν ο ρόλος της Σιόμπαν σε όλα αυτά, και συνειδητοποίησε επίσης κάτι περισσότερο για τη δική του σχέση με την μισοξωτική. Κάτι που τον τρόμαξε.
Όμως δεν είχε χρόνο για τέτοιες σκέψεις τώρα, άλλωστε η Σιόμπαν δεν θα απαντούσε στις ερωτήσεις του, αν τις έκανε. Ο Λούθιεν κοίταξε τον κόσμο και μετά τον Όμπρεϊ, στρέφοντας πάλι την προσοχή του στον διάλογο που συνεχιζόταν ανάμεσα στον υποκόμη και τον Όλιβερ.
Τα πειράγματα του χάφλινγκ προκαλούσαν πότε-πότε κάποια γέλια σ’ όσους στέκονταν γύρω του, στην πραγματικότητα όμως δεν είχε πρακτικές απαντήσεις στους φόβους που δημιουργούσαν οι απειλές του Όμπρεϊ. Μόνο μια επίδειξη δύναμης θα έδινε θάρρος στους επαναστάτες.
Ο Λούθιεν άνοιξε το πτυσσόμενο τόξο, δώρο του μάγου Μπριντ’Αμούρ, περνώντας το βέλος στη χορδή του. Σημάδεψε τον Όμπρεϊ και τράβηξε τη χορδή όσο πιο πίσω μπορούσε.
Εκατόν πενήντα μέτρα είναι πολύ μεγάλη απόσταση για να ρίξεις ένα βέλος. Πόσο πιο ψηλά έπρεπε να σημαδέψει για τέτοια απόσταση και για τόσο μεγάλη καμπύλη; Και τι γίνεται με τον άνεμο;
Και τι θα γινόταν αν αστοχούσε;
«Στην καρδιά», είπε η Σιόμπαν απαντώντας στις αμφιβολίες του με ήρεμο, ακλόνητο τόνο. « Ίσια στην καρδιά».
Ο Λούθιεν κοίταξε τον εχθρό του πάνω από το βέλος. «Όμπρεϊ!» φώναξε τραβώντας την προσοχή όλων. «Δεν υπάρχει χώρος στο Κάερ Μακντόναλντ για τα ψέματα και τις απειλές του Γκρινσπάροου!»
«Απειλές, που καλά θα έκανες να τις λάβεις σοβαρά υπόψη σου, ανόητε γιε του Γκάχρις Μπέντγουιρ!» απάντησε ο Όμπρεϊ, και ο Λούθιεν ενοχλήθηκε βλέποντας ότι είναι τόσο γνωστή η πραγματική του ταυτότητα.
Υπήρξε μια στιγμή κατά την οποία τα συναισθημάτά του ήταν συγκεχυμένα, μια στιγμή αμφιβολίας για τον ρόλο που είχε αναλάβει σχεδόν χωρίς να το θέλει.
»Λέω την αλήθεια!» φώναξε ο Όμπρεϊ προς τον κόσμο. «Δεν μπορείτε να νικήσετε, ίσως όμως μπορείτε να διαπραγματευθείτε για να σώσετε τη ζωή σας».
Μόνο μια στιγμή αμφιβολίας. Αυτός ήταν ο Όμπρεϊ, που είχε έλθει στο νησί του Μπέντγουιντριν μαζί με την άθλια Αβονίζ, τη γυναίκα που ζήτησε τον θάνατο του Γκαρθ Ρόγκαρ στην αρένα αλλάζοντας έτσι τόσο δραματικά τη ζωή του Λούθιεν. Και, πάλι ήταν ο Όμπρεϊ, το σύμβολο του Γκρινσπάροου, το πιόνι ενός άνομου βασιλιά που ήθελε να γίνει ο επόμενος τύραννος της πόλης για να τρομοκρατεί τους κατοίκους του Μόντφορτ.
«Τελείωσε την ομιλία!» είπε η Σιόμπαν, και ο Λούθιεν άφησε τη χορδή.
Όταν το βέλος εκτοξεύτηκε προς τα πάνω, ο Όμπρεϊ το είδε, όμως κούνησε αδιάφορα το χέρι περιφρονώντας την ανόητη, μάταια προσπάθεια.