Στα μισά της απόστασης το βέλος φάνηκε να επιβραδύνεται, να χάνει την ορμή του. Ο Όμπρεϊ το αντιλήφθηκε και γέλασε δυνατά, γυρίζοντας για να μοιραστεί την ευθυμία του με τους Κυκλωπιανούς που έστεκαν πίσω του.
Το μαγικό ξόρκι του Μπριντ’Αμούρ άρπαξε το βέλος στον αέρα.
Ο Όμπρεϊ κοίταξε πάλι κάτω και το είδε να κινείται πιο γρήγορα ξαφνικά, πηγαίνοντας αλάνθαστα προς τον στόχο που είχε διαλέξει ο Λούθιεν.
Τα μάτια του υποκόμη άνοιξαν διάπλατα καθώς συνειδητοποίησε τον ξαφνικό κίνδυνο. Σήκωσε τα χέρια μπροστά του έντρομος, ανήμπορος να αντιδράσει.
Το βέλος, χτυπώντας τον με δύναμη κεραυνού, τον πέταξε πίσω. Αισθάνθηκε το στέρνο του να συντρίβεται από το χτύπημα και την καρδιά του να κομματιάζεται. Με κάποιον ακατανόητο τρόπο κατάφερε να φτάσει πάλι τρεκλίζοντας στην άκρη του πύργου και να κοιτάξει κάτω τον Λούθιεν, που έστεκε στο βάθρο της αγχόνης.
Ο εκτελεστής.
Ο Όμπρεϊ προσπάθησε να αρνηθεί την ύπαρξη του Λούθιεν, να αρνηθεί ότι ήταν δυνατό να γίνει μια τέτοια βολή. Πολύ αργά όμως, ήταν νεκρός κιόλας. Σωριάστηκε πάνω στις πολεμίστρες, ορατός από τον κόσμο που κοίταζε από κάτω.
Όλα τα μάτια γύρισαν στον Λούθιεν. Κανείς δεν μίλησε, ήταν όλοι εμβρόντητοι από την ακατόρθωτη βολή. Ακόμη και ο Όλιβερ και η Κατρίν δεν ήξεραν τι να πουν.
«Δεν υπάρχει χώρος στο Κάερ Μακντόναλντ για τα ψέματα και τις απειλές του Γκρινσπάροου!» είπε πάλι ο Λούθιεν.
Η στιγμή της σιωπής έσπασε. Δέκα χιλιάδες φωνές κραύγασαν με την αγαλλίαση και τον ενθουσιασμό της ελευθερίας, ενώ δέκα χιλιάδες γροθιές υψώνονταν θριαμβευτικά στον αέρα.
Ο Λούθιεν είχε τελειώσει την ομιλία του.
6
Έξω από το στοιχείο του
«Μπορούμε να το γκρεμίσουμε μαζί μ’ αυτούς μέσα», πρότεινε ο Σάγκλιν. Ο νάνος μελετούσε την περγαμηνή που ήταν απλωμένη στο τραπέζι μπροστά του, χαϊδεύοντας τη γενειάδα του.
«Να το γκρεμίσουμε;» είπε ο Όλιβερ με μια έκφραση φρίκης παρόμοια με αυτή που έπαιρνε και το πρόσωπο του Λούθιεν.
«Να γκρεμίσουμε το κτήριο», εξήγησε ο νάνος με πρακτικό τόνο. «Καθώς οι πέτρες θα πέφτουν, οι αναθεματισμένοι μονόφθαλμοι θα γίνουν λιώμα μέχρι τον τελευταίο».
«Μιλάμε για τέμενος!» φώναξε ο Όλιβερ. «Για καθεδρικό ναό!»
Ο Σάγκλιν δεν φάνηκε να εντυπωσιάζεται.
«Μόνο ο Θεός μπορεί να γκρεμίσει έναν ναό», πρόσθεσε ο Όλιβερ.
«Μην είσαι τόσο σίγουρος γι’ αυτό», απάντησε σαρκαστικά ο Σάγκλιν. Η Μητρόπολη ήταν καλά χτισμένη, αλλά ο Σάγκλιν ήταν σίγουρος ότι, αν βγάζαμε μερικές πέτρες από στρατηγικά σημεία…
«…Και, αν ο Θεός είχε την πρόθεση να καταστρέψει τη Μητρόπολη, θα το έκανε όσο κυβερνούσε ο απαίσιος Μόρκνεϊ», πρόσθεσε ο Λούθιεν. Η ξαφνική του επέμβαση στη συζήτηση έβγαλε τον Σάγκλιν από τις τόσο ευχάριστες σκέψεις του.
«Μα τις φάλαινες, βλέπω νιώθουμε πολύ ανώτεροι, ε;» ακούστηκε μια φωνή από τον πόρτα. Γύρισαν και οι τρεις και είδαν την Κατρίν να μπαίνει στο δωμάτιο όπου ήταν συγκεντρωμένοι, στο σπίτι του Λούθιεν και του Όλιβερ στο Τάινι Άλκοουβ. Εκεί ήταν ακόμη το αρχηγείο της αντίστασης, παρ’ όλο που θα μπορούσαν να έχουν πάρει κάποιο από τα μεγάλα σπίτια των εμπόρων ή και το ίδιο το παλάτι του δούκα Μόρκνεϊ. Η ιδέα να παραμείνουν στο Τάινι Άλκοουβ, σε μία από τις φτωχότερες συνοικίες του Μόντφορτ, ήταν του Λούθιεν. Πίστευε ότι, σαν αρχηγός του λαού, πρέπει να παραμείνει κοντά τους.
Ο Λούθιεν κοίταξε επιφυλακτικά την Κατρίν, που διέσχισε με αργές μεγάλες δρασκελιές το δωμάτιο. Το διαμέρισμα ήταν ημιυπόγειο, με μια στενή σκάλα από την οποία ανέβαινες στον δρόμο, την οδό Τάινι Άλκοουβ, η οποία ουσιαστικά δεν ήταν παρά ένα στενό σοκάκι. Ο Λούθιεν είδε τη σκάλα πίσω από την Κατρίν, ενώ οι φρουροί, που είχε τοποθετήσει η Σιόμπαν απ’ έξω, απολάμβαναν τον ήλιο ακουμπισμένοι στον τοίχο.
Κυρίως όμως ο νεαρός Μπέντγουιρ είδε την Κατρίν. Μόνο την Κατρίν. Για φαντάσου, να τους λέει ότι νιώθουν ανώτεροι! Μετά από εκείνο το περιστατικό στο Ντουέλφ, η Κατρίν είχε πάντα ένα ψυχρό κι απόμακρο ύφος όταν βρισκόταν κοντά του. Σπάνια τον κοίταζε στα μάτια πια, έμοιαζε μάλλον να κοιτάζει κάπου πίσω του, λες και ο Λούθιεν δεν ήταν εκεί.
«Φυσικά, είμαστε ανώτεροι!» απάντησε θιγμένος ο Όλιβερ. «Νικήσαμε».
«Όχι ανώτεροι», τον διόρθωσε ο Λούθιεν με τόνο απότομο, πιο απότομο απ’ ό,τι θα ήθελε. «Όμως δεν αμφιβάλλουμε για την κακία του Μόρκνεϊ και του Γκρινσπάροου. Δεν είμαστε ανώτεροι, έχουμε το δίκιο με το μέρος μας. Δεν έχω καμιά…»
Η Κατρίν πήρε μια ξινισμένη έκφραση και σήκωσε το χέρι της, σταματώντας τη διάλεξη πριν αρχίσει.
Ο Λούθιεν έκανε έναν μορφασμό ενόχλησης. Η στάση της είχε αρχίσει να τον εκνευρίζει.