Ο Λούθιεν έκανε ένα ανυπόμονο νεύμα και ο Σάγκλιν σήκωσε τους ώμους κι έφυγε.
«Τελικά, τι θα κάνουμε με τη Μητρόπολη;» ρώτησε ο Όλιβερ, αφού έκλεισε η πόρτα.
«Έχουμε βάλει ανθρώπους να μοιράσουν όπλα», απάντησε ο Λούθιεν. «Και έχουμε ορίσει άλλους να εκπαιδεύσουν τους πρώην σκλάβους και τους πολίτες στη χρήση τους. Οι νάνοι του Σάγκλιν έχουν κάνει τα σχέδια αμυντικών έργων για την πόλη, αλλά πρέπει να συναντηθώ μαζί τους για να τα εγκρίνω. Τώρα έχουμε να θάψουμε νεκρούς, να συγκεντρώσουμε τρόφιμα. Πρέπει να κάνουμε συμμαχίες με τις γύρω αγροτικές περιοχές. Μετά, υπάρχει το θέμα του Πορτ Τσάρλι και ο στόλος που υποτίθεται ότι έρχεται βόρεια. Τέλος, φυσικά, πρέπει να θάψουμε τους νεκρούς Κυκλωπιανούς».
«Εντάξει, κατάλαβα», είπε ο Όλιβερ.
«Η Μητρόπολη!..» συνέχισε αγανακτισμένος ο Λούθιεν. «Καταλαβαίνω πόσο σημαντικό είναι να την καθαρίσουμε, πριν φτάσει ο στρατός του Γκρινσπάροου. Μπορεί να χρειαστεί να τη χρησιμοποιήσουμε οι ίδιοι σαν τελευταίο καταφύγιο».
«Ας ελπίσουμε ότι οι στρατιώτες του Άβον δεν θα μπουν τόσο βαθιά μέσα στην πόλη», είπε ο Όλιβερ.
«Οι πιθανότητες να μπουν, θα είναι πολύ μεγαλύτερες αν είμαστε υποχρεωμένοι να έχουμε το ένα τέταρτο των δυνάμεων μας να φυλάει σκοπιά γύρω από τον καθεδρικό ναό», απάντησε ο Λούθιεν. «Το ξέρω, ξέρω επίσης ότι πρέπει να βρω κάποιο σχέδιο για να τον πορθήσουμε».
«…Αλλά;» τον παρότρυνε ο Όλιβερ.
«Πάρα πολλά θέματα», απάντησε ο Λούθιεν. Κοίταξε τον Όλιβερ σαν να ζητούσε την υποστήριξή του. «Τι θα είμαι τελικά, στρατηγός ή δήμαρχος;»
«Εσύ τι θα προτιμούσες;» ρώτησε ο Όλιβερ, αλλά ήξερε ήδη την απάντηση. Ο Λούθιεν ήθελε να πολεμήσει τον Γκρινσπάροου με τα όπλα, όχι με διατάγματα.
«Τι θα ήταν καλύτερο για τον αγώνα του Εριαντόρ;» του απάντησε ο νεαρός Μπέντγουιρ.
Ο Όλιβερ ξεφύσηξε. Δεν είχε αμφιβάλει ούτε στιγμή ότι θα έπαιρνε μια τέτοια απάντηση. Είχε δει τον Λούθιεν να οδηγεί τους πολεμιστές, τον είχε δει να απελευθερώνει μεθοδικά το Μόντφορτ μέχρι που το μετέτρεψε σε Κάερ Μακντόναλντ. Και είχε δει τα πρόσωπα εκείνων που πολεμούσαν δίπλα του, εκείνων που κοίταζαν με δέος τις κινήσεις του καθώς πολεμούσε.
Ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα και μπήκε μέσα η Σιόμπαν. Με την πρώτη ματιά που τους έριξε, κατάλαβε ότι βρίσκονται στη μέση μιας σοβαρής συζήτησης. Ζήτησε συγγνώμη από αυτούς που είχαν έλθει μαζί της, κάνοντάς τους νόημα να βγουν πάλι στον δρόμο, ενώ η ίδια έμεινε μέσα κι έκλεισε πίσω τους την πόρτα. Μετά πλησίασε αθόρυβα στο τραπέζι παραμένοντας όμως σιωπηλή, από σεβασμό. Δεν ήταν ασυνήθιστο αυτό. Η Σιόμπαν είχε έναν ιδιαίτερο τρόπο να μπαίνει στις περισσότερες συζητήσεις του Όλιβερ και του Λούθιεν.
«Νομίζω ότι η Πορφυρή Σκιά δεν θα είναι πια τόσο μεγάλος θρύλος αν γίνει ο δήμαρχος μιας πόλης», απάντησε ο χάφλινγκ.
«Ποιος τότε;» ρώτησε ο Λούθιεν.
Η απάντηση δεν ήλθε από τον Όλιβερ, αλλά απρόσμενα από την Σιόμπαν, που είχε καταλάβει ήδη το πρόβλημα. «Ο Μπριντ’Αμούρ», είπε ήρεμα.
Μόλις οι δυο φίλοι συνειδητοποίησαν τι είχε πει, κόντεψαν να πέσουν ξεροί από την κατάπληξη — ο Λούθιεν θα είχε πέσει αν δεν καθόταν.
«Πώς το ξέρεις αυτό το όνομα;» ρώτησε ο Όλιβερ βρίσκοντας πρώτος τη φωνή του.
Ο Σιόμπαν χαμογέλασε λοξά.
Ο Όλιβερ κοίταξε τον Λούθιεν, αλλά αυτός σήκωσε τους ώμους: δεν είχε μιλήσει σε κανέναν για τον μάγο.
«Πώς ξέρεις για τον Μπριντ’Αμούρ;» τη ρώτησε ο Λούθιεν. «Ξέρεις ποιος είναι και πού είναι;»
«Ξέρω για έναν μάγο που ζει ακόμη, κάπου στον βορρά», απάντησε η Σιόμπαν. «Ξέρω ότι αυτός σου έδωσε τον πορφυρό μανδύα και το τόξο».
«Πώς το ξέρεις;» ρώτησε ο Όλιβερ.
«Αυτός μου έστειλε το βέλος που έριξες στον Όμπρεϊ», πρόσθεσε η Σιόμπαν και σταμάτησε, σαν να ήταν αρκετή αυτή η εξήγηση.
«Δηλαδή, έχεις μιλήσει μαζί του;» ρώτησε ο Λούθιεν.
Η Σιόμπαν κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Όχι, αλλά…» Σταμάτησε προσπαθώντας να βρει έναν τρόπο για να το εκφράσει. «Με κοίταξε», εξήγησε. «Κοίταξε μέσα από τα μάτια μου». Είδε την έκπληξη —και την ελπίδα— στα πρόσωπα των συντρόφων της. «Ναι, ο Μπριντ’Αμούρ ξέρει τι έχει συμβεί στο Μόντφορτ».
«…Στο Κάερ Μακντόναλντ», τη διόρθωσε ο Λούθιεν.
«Στο Κάερ Μακντόναλντ», συμφώνησε η Σιόμπαν.
«Θα έλθει όμως;» ρώτησε ο Όλιβερ, γιατί η πρόταση της Σιόμπαν του φάνηκε τέλεια. Ποιος μπορεί να φροντίσει τις καθημερινές ανάγκες μιας πόλης καλύτερα από έναν μάγο;
Η Σιόμπαν δεν ήξερε να απαντήσει. Είχε νιώσει την παρουσία του μάγου δίπλα της και αυτή η παρουσία τής προκάλεσε φόβο, γιατί νόμισε ότι ήταν ο Γκρινσπάροου, που παρακολουθεί τις κινήσεις των επαναστατών. Μετά όμως ο Μπριντ’Αμούρ εμφανίστηκε σε ένα όνειρό της για να της εξηγήσει ποιος είναι. Αυτή όμως ήταν η μοναδική επαφή που είχε με τον γέρο-μάγο και ήταν μια επαφή θολή, ίσως τίποτα περισσότερο από ένα όνειρο.