Αλλά, φυσικά, αν λάμβανε υπόψη της το βέλος που βρήκε στη φαρέτρα της, καθώς επίσης την επιβεβαίωση του Λούθιεν και του Όλιβερ για την ύπαρξη αυτού του ανθρώπου, έπρεπε να συμπεράνει ότι αυτό που είδε δεν ήταν ένα απλό όνειρο αλλά κάτι παραπάνω.
«Ξέρεις πού είναι;» τη ρώτησε ο Λούθιεν.
«Όχι».
«Ξέρεις πώς μπορείς να επικοινωνήσεις μαζί του;»
«Όχι».
Ο Λούθιεν κοίταξε τον Όλιβερ, μην ξέροντας τι άλλο να ρωτήσει.
«Είναι εξαιρετική επιλογή», είπε ο χάφλινγκ — ακριβώς τα λόγια που ήθελε να ακούσει ο Λούθιεν.
Ο Λούθιεν ήξερε ότι η σπηλιά του μάγου βρίσκεται κάπου στα βόρεια παρακλάδια της οροσειράς του Άιρον Κρος, βορειοανατολικά του Κάερ Μακντόναλντ, από τη νότια πλευρά του Περάσματος του Μπρους Μακντόναλντ. Είχε πάει εκεί μόνο μία φορά, μαζί με τον Όλιβερ, αλλά δυστυχώς χωρίς να δουν τη θέση της. Ένα μαγικό τούνελ τους είχε φέρει μέσα στη σπηλιά, αφού πρώτα τους άρπαξε από κάποιον δρόμο όπου τους κυνηγούσαν Κυκλωπιανοί. Και η έξοδός τους από τη σπηλιά έγινε πάλι μέσω ενός μαγικού τούνελ, που τους οδήγησε στον δρόμο προς το Μόντφορτ. Κρίνοντας από το σημείο όπου τους πήρε ο μάγος και το σημείο όπου τους άφησε, ο Λούθιεν μπορούσε να υπολογίσει περίπου την περιοχή της σπηλιάς, γνωρίζοντας ότι η μαγική όραση του Μπριντ’Αμούρ δεν περιορίζεται από πέτρινους τοίχους.
Μέσα σε μια ώρα, ο νέος διάλεξε δώδεκα αγγελιοφόρους και τους έδωσε οδηγίες να πάνε στις βόρειες υπόρειες του Άιρον Κρος, να χωρίσουν, να βρουν ο καθένας ένα διαφορετικό ψηλό σημείο και να διαβάσουν μεγαλόφωνα το μήνυμα του Λούθιεν προς τον γέρο-μάγο, το οποίο τους είχε δώσει γραμμένο σε περγαμηνές.
«Θα μας ακούσει», διαβεβαίωσε ο Λούθιεν τον Όλιβερ, όταν πήγαν οι δυο τους να ξεπροβοδίσουν τους αγγελιοφόρους.
Ο Όλιβερ δεν ήταν σίγουρος γι’ αυτό. Δεν ήταν καν σίγουρος αν ο Μπριντ’Αμούρ θα απαντούσε στην κλήση τους, ακόμη και αν την άκουγε. Παρ’ όλα αυτά όμως συμφώνησε με ένα καταφατικό νεύμα, γιατί ήξερε ότι ο Λούθιεν είχε κουραστεί από τα καθήκοντα της διακυβέρνησης και θα του έκανε καλό να πιστέψει ότι σε λίγο θα έχει βοήθεια.
«Παράκληση του Λούθιεν Μπέντγουιρ, κυβερνήτη του Κάερ Μακντόναλντ, του πρώην Μόντφορτ…» Ο νεαρός αγγελιοφόρος διάβαζε μεγαλόφωνα, ενώ στεκόταν με επισημότητα στην κορυφή ενός μικρού λόφου.
Σε κάποια απόσταση, άλλος ένας αγγελιοφόρος κατέβηκε από το άλογό του και ξετύλιξε μια περγαμηνή με το ίδιο μήνυμα. «Προς τον μάγο Μπριντ’Αμούρ, φίλο εκείνων που είναι εχθροί του βασιλιά Γκρινσπάροου…»
Και έτσι συνεχίστηκε το πράγμα εκείνο το πρωί στις βόρειες παρυφές του Άιρον Κρος, σε απόσταση δύο ημερών ταξιδιού από το Κάερ Μακντόναλντ, με τους δώδεκα αγγελιοφόρους να βρίσκουν ο καθένας ένα δικό του σημείο για να διαβάσουν αυτό το κάλεσμα στον άνεμο.
Ο Μπριντ’Αμούρ είχε ξυπνήσει αργά εκείνο το πρωί μετά από μια αναζωογονητική και πολύ απαραίτητη ανάπαυση. Δώδεκα συνεχόμενες ώρες ύπνου. Ένιωθε δυνατός, παρά τα πρόσφατα ταξίδια του στους χώρους της μαγείας, που πάντα είναι κουραστικά. Δεν ήξερε ακόμη ότι ο υποκόμης Όμπρεϊ ήταν νεκρός από το βέλος που είχε στείλει στη φαρέτρα της Σιόμπαν, γιατί είχε πολλές μέρες να κοιτάξει στην κρυστάλλινη σφαίρα του.
Δεν ήταν ακόμη σίγουρος για τον Λούθιεν και την εξέγερση, δεν ήξερε πόσο μπορεί να αντέξει το Μόντφορτ ενάντια σε έναν στρατό που σε λίγο θα έφτανε από τα παράλια, ούτε ποιος έπρεπε να είναι ο δικός του ρόλος. Ίσως όλα αυτά να είναι απλώς ένα προοίμιο, είχε σκεφτεί χτες βράδυ, καθώς έπεφτε για να κοιμηθεί. Μπορεί αυτή η εξέγερση στο Εριαντόρ να καταπνιγεί γρήγορα, δεν θα ξεχαστεί όμως, οπότε, σε μερικές δεκαετίες…
Ναι, αποφάσισε ο Μπριντ’Αμούρ. Σε μερικές δεκαετίες. Αυτή φαινόταν η πιο ασφαλής και συνετή πορεία. Να αφήσει αυτήν τη μικροσκοπική εξέγερση να πάρει τέλος. Ο Λούθιεν θα σκοτωνόταν ή θα αναγκαζόταν να το σκάσει, αλλά θα είχε παίξει ήδη τον ρόλο που έπρεπε να παίξει. Ναι, όλοι θα θυμούνταν με αγάπη τον νεαρό πολεμιστή από το νησί του Μπέντγουιντριν τα επόμενα χρόνια και, την επόμενη φορά που το Εριαντόρ θα αποφάσιζε να δοκιμάσει τη δύναμη του Άβον, το όνομα του Λούθιεν θα ακουγόταν δίπλα στο όνομα του Μπρους Μακντόναλντ. Και του Όλιβερ επίσης, γεγονός που ίσως έφερνε κάποια βοήθεια από τη Γασκόνη.
Ναι, η πιο συνετή επιλογή ήταν να περιμένει.
Όταν ξύπνησε νιώθοντας τόσο ανάλαφρος, σχεδόν χαρούμενος, σκέφτηκε ότι αυτό οφείλονταν στην απόφαση που είχε πάρει να μην αναμειχθεί στη σύγκρουση και να την αφήσει να εξελιχθεί μέχρι το πικρό της τέλος. Είχε επιλέξει τον ασφαλή δρόμο, όμως μπορούσε να δικαιολογήσει την αδράνειά του, αφού εξυπηρετούσε το ευρύτερο, μακροπρόθεσμο μέλλον του Εριαντόρ. Είχε κάνει καλά που έδωσε στον Λούθιεν τον μανδύα, και ο Λούθιεν τον χρησιμοποίησε καλά. Όλα είχαν εξελιχθεί καλά. Βέβαια, ήταν απίθανο να γεράσει ο Γκρινσπάροου —είχε ζήσει ήδη αρκετούς αιώνες— αλλά μπορεί να άρχιζε να πλήττει με όλα αυτά. Μετά από είκοσι χρόνια ο έλεγχός του πάνω στο Εριαντόρ είχε χαλαρώσει κάπως, αλλιώς δεν θα μπορούσε να γίνει ποτέ μια τέτοια εξέγερση στο Μόντφορτ. Ποιος ξέρει, λοιπόν, τι μπορεί να έφερναν οι επόμενες δεκαετίες. Όμως, ο λαός του Εριαντόρ δεν θα ξεχνούσε ποτέ αυτήν τη στιγμή, θα τη θυμόταν πάντα σαν μια αναλαμπή ελπίδας παγωμένη μέσα στον χρόνο, που ο θρύλος της θα μεγάλωνε με κάθε αφήγηση.