Ο Μπριντ’Αμούρ πήγε να φτιάξει πρωινό γεμάτος ευφορία, ενέργεια και ελπίδα. Μπορεί να παρενέβαινε λιγάκι ακόμη, ίσως όταν θα άρχιζε πάλι η μάχη στο Μόντφορτ. Ίσως έβρισκε έναν τρόπο για να βοηθήσει ακόμη λίγο τον Λούθιεν, μόνο και μόνο για να μεγαλώσει τον θρύλο. Ο στρατός του Γκρινσπάροου σίγουρα θα έπαιρνε πάλι την πόλη, αλλά μπορεί ο Λούθιεν να κατάφερνε να τα βάλει μ’ εκείνο τον απαίσιο γίγαντα, τον Μπέλσεν’ Κριγκ και να τον νικήσει.
«Ναι», είπε ο μάγος, δίνοντας από μέσα του συγχαρητήρια στον εαυτό του. Στο μεταξύ, τίναξε το τηγάνι που κρατούσε στέλνοντας την τηγανίτα στον αέρα.
Ξαφνικά άκουσε το όνομά του και πάγωσε. Η τηγανίτα έπεσε στο πλάι του τηγανιού κι από εκεί στο πάτωμα.
Το άκουσε πάλι.
Άρχισε να τρέχει στον διάδρομο, πηγαίνοντας στην αίθουσα που χρησιμοποιούσε για τις μαγικές του δραστηριότητες. Ακούσε το όνομά του ξανά και ξανά, και κάθε φορά που το άκουγε προσπαθούσε να κινηθεί πιο γρήγορα, αλλά το μόνο που κατάφερνε ήταν να σκοντάφτει αδέξια εδώ κι εκεί.
Μπορεί να ήταν ο Γκρινσπάροου ή κάποιος από τους μάγους του βασιλιά, ή ίσως ένας δαίμονας. Μήπως ήταν λάθος που έστειλε τη μαγική του όραση στο παλάτι του Καρλάιλ; Μήπως ο Γκρινσπάροου ανέβαλε τις διακοπές του στη Γασκόνη για να αντιμετωπίσει πρώτα τον ενοχλητικό Μπριντ’Αμούρ;
Επιτέλους, ο γέρο-μάγος παραμέρισε το χοντρό ύφασμα πάνω από την κρυστάλλινη σφαίρα, την έβαλε στο γραφείο μπροστά του και κατάφερε να ηρεμήσει αρκετά ώστε να συγκεντρωθεί για να κοιτάξει στα βάθη της.
Λίγο αργότερα αναστέναξε γεμάτος ανακούφιση, βλέποντας ότι το κάλεσμα δεν προερχόταν από κάποιο μάγο αλλά από έναν απλό άνθρωπο, προφανώς αγγελιοφόρο.
Η ανακούφιση μετατράπηκε σε θυμό, καθώς εξερεύνησε την περιοχή και είδε ότι υπήρχαν πολλοί αγγελιοφόροι που τον καλούσαν.
«Ανόητε!» γρύλλισε ο Μπριντ’Αμούρ, όταν κατάλαβε ότι το μήνυμα προερχόταν από τον Λούθιεν. «Παράτολμε ανόητε», ψιθύρισε. Εδώ δεν ήταν Μόντφορτ. Η περιοχή βρισκόταν ακόμη στα χέρια Κυκλωπιανών και ανθρώπων που ήταν πιστοί στον Γκρινσπάροου. Δεν είχε φτάσει ακόμη εδώ η εξέγερση.
Και να φωνάζουν το όνομά του έτσι, σε μέρος όπου μπορεί να το άκουγε ο Γκρινσπάροου! Αν ο βασιλιάς καταλάβαινε ότι ο Μπριντ’Αμούρ συνδέεται με την εξέγερση στο Μόντφορτ, αν ήξερε ότι ο Μπριντ’Αμούρ είχε ξυπνήσει από τον ύπνο του μετά από αιώνες, τότε σίγουρα θα εξερευνούσε πιο προσεκτικά το Εριαντόρ. Δεν θα έφευγε για διακοπές στη Γασκόνη, αλλά θα έστρεφε την προσοχή του στα βόρεια. Και ο αγώνας των επαναστατών του Εριαντόρ θα γνώριζε τη συντριβή.
Ο αγώνας.
Εδώ και πολύ καιρό, ο Μπριντ’Αμούρ, προσεκτικός και συνετός πάντα, προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό του ότι ο αγώνας δεν είναι τόσο σημαντικός, ότι η εξέγερση στο Μόντφορτ δεν είναι παρά ένα προοίμιο των όσων είναι δυνατό να συμβούν πολλές δεκαετίες αργότερα. Τώρα όμως, νιώθοντας ότι η όλη εξέγερση βρίσκεται σε κίνδυνο και εξετάζοντας καλύτερα τα βαθιά συναισθήματα που τον διακατείχαν, δεν μπρούσε παρά να αναρωτηθεί μήπως ξεγελούσε τον εαυτό του. Συνειδητοποίησε ότι έβρισκε δικαιολογίες για να αφήσει την εξέγερση του Μόντφορτ να σβήσει, αλλά οι δικαιολογίες αυτές δεν θα άντεχαν για πολύ. Αφού έσβηνε η εξέγερση, αφού ξεπλενόταν το αίμα από τα χωράφια και τα τείχη της πόλης, ο Μπριντ’Αμούρ θα θρηνούσε για την επιστροφή του Γκρινσπάροου και για το γεγονός ότι χάθηκε τούτη η ευκαιρία για απελευθέρωση — απελευθέρωση, τώρα!
Όμως, όποια πορεία κι αν αποφάσιζε να ακολουθήσει τελικά, έπρεπε πρώτα να σταματήσει τους ανόητους αγγελιοφόρους με τις περγαμηνές τους. Αισθανόταν δυνατός σήμερα το πρωί και ένιωσε ότι θα ήθελε να δοκιμάσει τις δυνάμεις του.
Πήγε στο πλάι του γραφείου, άνοιξε κάποιο συρτάρι και έβγαλε από μέσα ένα τεράστιο μαύρο δερματόδετο βιβλίο. Το άνοιξε προσεκτικά και άρχισε να ψέλνει διαβάζοντας τους αρχαίους ρούνους των σελίδων, μπαίνοντας βαθιά στον χώρο της μαγείας, πιο βαθιά από όσο είχε μπει ποτέ εδώ και τετρακόσια σχεδόν χρόνια.