Ήταν σκοτεινά, γι’ αυτό ο Λούθιεν προχωρούσε ψηλαφητά. Ανέβαινε τα σκαλιά όσο πιο γρήγορα μπορούσε και πολλές φορές στηριζόταν στον παγωμένο τοίχο, στριμώχνοντας χωρίς να το θέλει τον τραυματία που κουβαλούσε.
Ξαφνικά γλίστρησε και παραπάτησε χτυπώντας δυνατά το γόνατό του στη σκληρή πέτρα. Αισθανόμενος κίνηση δίπλα του, στράφηκε και είδε τη σιλουέτα του φίλου του. Ο Όλιβερ τον προσπέρασε σκυμμένος στα σκαλιά, χρησιμοποιώντας το μεν-γκος σαν αυτοσχέδια αρπάγη: το κάρφωνε στον πάγο και τραβιόταν για να ανεβεί στο επόμενο σκαλί.
«Άλλος ένας λόγος για να έχεις δύο όπλα», είπε ο χάφλινγκ με ανώτερο ύφος.
Ο Λούθιεν άρπαξε τον μανδύα του φίλου του και τραβήχτηκε για να ξαναβρεί την ισορροπία του. Άκουγε τους Κυκλωπιανούς πίσω τους να αγκομαχούν καθώς ανέβαιναν, αλλά και να προχωρούν πεισματικά κι αποφασισμένα.
«Πρόσεχε!» φώναξε ο Όλιβερ, καθώς ένα μεγάλο κομμάτι πάγου ξεκόλλησε από κάποιο σκαλοπάτι και κατρακύλησε στη σκάλα παρασύροντας σχεδόν και τον Λούθιεν.
Ακούστηκε φασαρία από κάτω, ακριβώς μετά από την προηγούμενη στροφή, και κατάλαβαν ότι ο πάγος είχε χτυπήσει τον πιο προωθημένο Κυκλωπιανό.
«Βγάλε το σχοινί, ασε μια άκρη κι ανέβα», είπε ο Λούθιεν όταν έφτασαν στο καθαρισμένο σκαλοπάτι.
Ο Όλιβερ αμέσως έβγαλε το μεταξωτό σχοινί από τη ζώνη του, άφησε τη μια άκρη δίπλα στον Λούθιεν και άρχισε να το ξετυλίγει καθώς ανέβαινε όσο πιο γρήγορα μπορούσε.
Ο Λούθιεν δεν τόλμησε να ακουμπήσει τον αναίσθητο τραυματία κάτω, γιατί μπορεί να γλιστρούσε στον πάγο και να έβρισκε βέβαιο θάνατο. Στράφηκε πατώντας στο καθαρό σκαλοπάτι και ετοίμασε το σπαθί του.
Δεν μπορούσε να δει την έκφραση τρόμου του πρώτου Κυκλωπιανού, μπορούσε όμως κάλλιστα να τη φανταστεί. Ο μονόφθαλμος έστριψε στη γωνία από κάτω, για να ανακαλύψει ότι το θήραμα δεν έτρεχε πλέον αλλά είχε γυρίσει για να πολεμήσει.
Ο Τυφλωτής κατέβηκε με δύναμη και ο μονόφθαλμος σωριάστηκε κάτω. Ο Λούθιεν, παραπατώντας από το χτύπημα, ακούμπησε στον τοίχο. Άκουσε ένα βογγητό πόνου από τον ημιαναίσθητο τραυματία.
Ο νεκρός Κυκλωπιανός άρχισε να γλιστρά στα σκαλοπάτια παρασύροντας και τον επόμενο και τον τρίτο, μέχρι που όλοι οι Κυκλωπιανοί βρέθηκαν να κατρακυλούν γλιστρώντας και κουτρουβαλώντας στη γυριστή σκάλα.
Ο Λούθιεν, αφού έφερε τον τραυματία σε καλύτερη θέση στον ώμο του, μετά έπιασε το σχοινί, περίμενε να δέσει ο Όλιβερ την άλλη άκρη σε μια προεξοχή του ανώμαλου τοίχου και άρχισε αποφασισμένα την ανάβαση. Τους πήρε πάνω από μισή ώρα για να ανεβούν τα τριακόσια σκαλοπάτια μέχρι το μικρό κεφαλόσκαλο, μερικά σκαλιά κάτω από την κορυφή του πύργου. Εκεί βρήκαν την καταπακτή της εξόδου κλεισμένη από ένα στρώμα χιονιού. Πίσω τους ακούγονταν τα βήματα των Κυκλωπιανών που πλησίαζαν πάλι.
Ο Όλιβερ άρχισε να σκάβει το χιόνι με την ισχυρή λεπίδα του μεν-γκος. Μισοπαγωμένοι, με τα χέρια τους μουδιασμένα από την προσπάθεια, είδαν επιτέλους το φως. Μόλις είχε αρχίσει να χαράζει στο Μόντφορτ.
«Τι θα κάνουμε τώρα;» φώναξε ο Όλιβερ με τα δόντια του να χτυπούν από το κρύο, προσπαθώντας να ακουστεί μέσα στο ουρλιαχτό του παγερού ανέμου.
Ο Λούθιεν ακούμπησε τον αναίσθητο άνδρα στο χιόνι και προσπάθησε να περιποιηθεί κάπως το τραύμα του, μια άσχημη ακανόνιστη τομή στην κοιλιά του.
«Πρώτα πρέπει να απαλλαχτούμε από αυτούς τους ενοχλητικούς μονομάτηδες», συνέχισε ο Όλιβερ απαντώντας μόνος στην ερώτησή του. Έψαξε στις επάλξεις μέχρι που βρήκε το μεγαλύτερο και βαρύτερο κομμάτι πάγου.
Αφού το πήγε σπρώχνοντας ως την καταπακτή, του έδωσε μια δυνατή σπρωξιά με τον ώμο. Ο πάγος κατέβηκε γλιστρώντας τα πέντε σκαλοπάτια, πέρασε το κεφαλόσκαλο και συνέχισε να κατεβαίνει γοργά στη γυριστή σκάλα. Μια στιγμή αργότερα οι προσπάθειές του ανταμείφθηκαν από τα ουρλιαχτά των αιφνιδιασμένων μονόφθαλμων — ουρλιαχτά που απομακρύνονταν γοργά.
«Θα ξαναγυρίσουν», είπε βλοσυρός ο Λούθιεν.
«Νεαρέ και τόσο ανόητε φίλε μου», απάντησε ο Όλιβερ, «θα έχουμε ξεπαγιάσει πριν ξαναγυρίσουν!»
Αυτό φαινόταν πολύ πιθανό. Ο χειμώνας ήταν παγερός στο Μόντφορτ, έτσι φωλιασμένο όπως ήταν στα βουνά, ενώ το κρύο ήταν ακόμη μεγαλύτερο σε ύψος εκατό μέτρων, πάνω σε έναν πύργο σκεπασμένο με χιόνι, όπου δεν υπήρχε τίποτα να τους προφυλάξει από τον ανελέητο βοριά.
Ο Λούθιεν πήγε στην άκρη των επάλξεων, στο παγωμένο πια σχοινί που ο Όλιβερ είχε δέσει πριν από βδομάδες γύρω από μια πολεμίστρα. Φέρνοντας το χέρι στο μέτωπο για να προφυλάξει τα μάτια του από τον τσουχτερό άνεμο, κοίταξε κάτω το γυμνό πτώμα του δούκα Μόρκνεϊ που διακρινόταν, αν και με δυσκολία, μέσα στις σκιές. Γύρω του είχε σχηματιστεί ένα στρώμα πάγου, που το κρατούσε κολλημένο στον πύργο.