«Έχεις την αρπάγη σου;» ρώτησε ξαφνικά ο Λούθιεν, αναφερόμενος στη μαγική αρπάγη που είχε δώσει στον χάφλινγκ ο μάγος Μπριντ’Αμούρ, μια μαύρη ζαρωμένη μπάλα που κάποτε ήταν δεμένη στο παγωμένο τώρα σχοινί.
«Δεν θα την άφηνα εδώ πάνω», απάντησε ο Όλιβερ. «Αν και άφησα το εξαιρετικό σχοινί μου, με τον νεκρό δούκα στην άκρη. Γιατί, βλέπεις, το σχοινί μπορείς να το αντικαταστήσεις, αλλά αυτή την υπέροχη αρπάγη…»
«Βγάλ’ τη!» φώναξε ο Λούθιεν. Δεν είχε υπομονή να ακούσει μία ακόμη από τις θρυλικές αγορεύσεις του Όλιβερ.
Ο Όλιβερ σταμάτησε και τον κοίταξε για λίγο διαπεραστικά. Μετά ύψωσε το ένα φρύδι σε μια έκφραση κατάπληξης. «Το σχοινί δεν είναι αρκετά μακρύ για να κατεβούμε από τον πύργο», είπε. «Δεν φτάνει ούτε για να φτάσουμε ως τη μέση του πύργου!»
«Ετοίμασέ την», του είπε ο Λούθιεν. Καθώς μιλούσε, τράβηξε με δύναμη το παγωμένο σχοινί το δεμένο στην πολεμίστρα, ελευθερώνοντας ένα μικρό μέρος του από τον πάγο που το είχε σκεπάσει.
«Δεν μπορεί να μιλάς σοβαρά», μουρμούρισε ο Όλιβερ.
Ο Λούθιεν σήκωσε με προσοχή τον τραυματία. Από τη γυριστή σκάλα ακούστηκε άλλο ένα κυκλωπιανό γρύλλισμα. Οι διώκτες τους δεν ήταν μακριά.
Ο Όλιβερ σήκωσε τους ώμους.
»Μπορεί και να κάνω λάθος, βέβαια».
Ο χάφλινγκ έφτασε πρώτος στο παγωμένο σχοινί. Έβγαλε τα πράσινα γάντια του, έτριψε δυνατά τα χέρια του μεταξύ τους, τα χουχούλιασε κάμποσες φορές και φύσηξε επίσης ζεστό αέρα μέσα στα γάντια πριν τα ξαναβάλει. Μετά, πιάνοντας το μεν-γκος με το ένα χέρι και το σχοινί με το άλλο, βγήκε στο κενό χωρίς δισταγμό. Άρχισε να κατεβαίνει όσο πιο γρήγορα μπορούσε, χρησιμοποιώντας το στιλέτο για να ελευθερώνει το σχοινί από τον πάγο καθώς προχωρούσε. Ήξερε ότι ο Λούθιεν, με το βαρύ φορτίο του, θα χρειαζόταν ένα σίγουρο στήριγμα.
Έκανε μια γκριμάτσα όταν, φτάνοντας στην άκρη του σχοινιού, πάτησε προσεχτικά πάνω στο παγωμένο κεφάλι του νεκρού δούκα Μόρκνεϊ. Αφού σιγούρεψε το πάτημά του, κοίταξε γύρω του στο φως της αυγής, προσπαθώντας να βρει ένα μέρος όπου θα μπορούσε να πιαστεί η μαγική αρπάγη και απ’ όπου θα μπορούσε κανείς να φτάσει σε ένα άλλο, σίγουρο σημείο.
Δεν έβλεπε τίποτα, εκτός από ένα μικροσκοπικό παράθυρο πολύ πιο χαμηλά. Και το χειρότερο ήταν ότι βρίσκονταν στη βόρεια πλευρά της Μητρόπολης. Η αυλή από κάτω ήταν από την πλευρά της άνω πόλης και είχε αρχίσει κιόλας να γεμίζει με Κυκλωπιανούς, που κοίταζαν και έδειχναν ψηλά.
«Έχω βρεθεί και σε χειρότερα μέρη», είπε ο Όλιβερ με στόμφο, ενώ ο Λούθιεν έφτανε κι αυτός παλεύοντας δίπλα του. Ο καημένος ο τραυματίας στον ώμο του, με μισοχαμένες ακόμη τις αισθήσεις, βογγούσε σε κάθε τράνταγμα.
Ο Λούθιεν πάτησε με το ένα πόδι στον παγωμένο ώμο του Μόρκνεϊ. Μετά, γύρισε κι έπιασε το σχοινί με το ίδιο χέρι που κρατούσε τον τραυματία, για να ελευθερώσει το άλλο.
«Κάποτε εσύ κι εγώ κρεμόμαστε πάνω από μια λίμνη», συνέχισε ο Όλιβερ, «μ’ εκείνη την πελώρια χελώνα από κάτω μας, έναν δράκοντα στα αριστερά μας κι έναν θυμωμένο μάγο στα δεξιά…»
Ο Όλιβερ σταμάτησε την αφήγησή του βγάζοντας ένα συμπονετικό «ωω», όταν ο Λούθιεν του έδειξε το χέρι του. Το σχοινί είχε κόψει το γάντι καθώς και το δέρμα από κάτω. Θα αιμορραγούσε, αλλά το λίγο αίμα που έτρεξε, είχε σκουρύνει και παγώσει κιόλας πάνω στην παλάμη του.
Εκείνη τη στιγμή οι Κυκλωπιανοί, φτάνοντας στην κορυφή του πύργου, έσκυψαν από τις επάλξεις για να κοιτάξουν με κοροϊδευτικά γέλια τον Λούθιεν και τον Όλιβερ από κάτω.
«Δεν έχουμε πουθενά να πάμε!» φώναξε ο Όλιβερ.
Αυτό ήταν αλήθεια. «Πέτα την αρπάγη γύρω από τη γωνία, στην ανατολική πλευρά», του είπε ο Λούθιεν.
Ο Όλιβερ κατάλαβε το σκεπτικό του: αν περνούσαν την ανατολική γωνία, θα βρίσκονταν από τη μεριά της κάτω πόλης· αλλά και πάλι αυτό φαινόταν ανοησία. Ακόμη και αν κατάφερναν να περάσουν από την άλλη πλευρά του πύργου, θα κρέμονταν σε ύψος εξήντα μέτρων από τον δρόμο, χωρίς να έχουν κανένα τρόπο για να κατεβούν.
Κοιτάζοντας προς τα πάνω και οι δύο, είδαν μια λόγχη να ξεπροβάλει από τις πολεμίστρες του πύργου και μετά να εκτοξεύεται προς το μέρος τους.
Ο Λούθιεν τράβηξε τον Τυφλωτή (παραλίγο να πέσει από την απότομη κίνηση) και μόλις που πρόλαβε να την αποκρούσει.
Οι Κυκλωπιανοί, πάνω και κάτω από τους δύο συντρόφους, ούρλιαξαν μανιασμένα. Ο Λούθιεν ήξερε ότι η απόκρουση ήταν καθαρή τύχη, ότι αργά ή γρήγορα μία από τις λόγχες θα τους σούβλιζε.
Κοίταξε πάλι τον Όλιβερ, έτοιμος να τον επιπλήξει και να επαναλάβει τη διαταγή του, αλλά είδε ότι ο χάφλινγκ είχε βγάλει ήδη την παράξενη αρπάγη και έδενε πάνω της το σχοινί. Αφού πιάστηκε καλά, πέταξε την αρπάγη με όλη του τη δύναμη προς τα βορειοδυτικά. Καθώς το σχοινί γλιστρούσε μέσα από τα δάχτυλά του, ο Όλιβερ το οδηγούσε επιδέξια απλώνοντας το χέρι προς τα ανατολικά για να του αλλάξει γωνία.