Выбрать главу

Ξαφνικά τίναξε απότομα το χέρι του προς τον παγωμένο τοίχο και η αρπάγη, διαγράφοντας εξαιτίας της κίνησής του μια καμπύλη, εξαφανίστηκε γύρω από τη γωνία.

Οι δυο σύντροφοι κρατούσαν την ανάσα τους καθώς φαντάζονταν την αρπάγη να χτυπά στον ανατολικό τοίχο.

Το σχοινί δεν έπεσε.

Ο Όλιβερ το τράβηξε μαλακά για να δοκιμάσει το κράτημά του. Δεν μπορούσαν να ξέρουν πόσο καλά έχει πιαστεί η αρπάγη, ούτε αν θα ξεκολλούσε ξαφνικά από το βάρος όταν θα κρεμιόνταν από το σχοινί.

Άλλη μια λόγχη πέρασε, τόσο κοντά τους ώστε παραλίγο να κόψει την άκρη της μύτης του Λούθιεν.

«Τι γίνεται, θα ’ρθείς;» ρώτησε ο χάφλινγκ, απλώνοντας το σχοινί για να πιαστεί ο φίλος του.

Ο Λούθιεν πιάστηκε καλά και πέρασε το σχοινί σε βρόχο κάτω από το ένα πόδι του, για να σιγουρέψει και τον εαυτό του και τον αναίσθητο τραυματία. Πήρε μια βαθιά ανάσα, ενώ ο Όλιβερ έκανε το ίδιο.

«Δεν έχεις ξαναβρεθεί σε χειρότερη θέση», είπε ο Λούθιεν.

Ο Όλιβερ άνοιξε το στόμα του για να απαντήσει, αλλά το μόνο που βγήκε από μέσα ήταν μια κραυγή, καθώς εκείνη τη στιγμή ο Λούθιεν γλίστρησε από τον παγωμένο δούκα, με αποτέλεσμα το βάρος του να παρασύρει μαζί και τον αιφνιδιασμένο φίλο του.

Την επόμενη στιγμή, μια πιο εύστοχη λόγχη Κυκλωπιανού καρφώθηκε βαθιά στην κορυφή του παγωμένου κεφαλιού του δούκα Μόρκνεϊ.

Το τρίο γλίστρησε πάνω στον παγωμένο τοίχο του πύργου προς τα κάτω. Διέγραψαν μια ανοιχτή κυκλική τροχιά καθώς έστριψαν από την απότομη γωνία και, τελικά, βρόντηξαν με δύναμη πάνω στην ανατολική πλευρά του πύργου σταματώντας με ένα τράνταγμα δέκα μέτρα κάτω από την μαγική αρπάγη.

Δεν βρήκαν κανένα σημείο τριγύρω να πατήσουν. Κοίταξαν κάτω και είδαν χαμηλά, πολύ χαμηλά, μια άλλη ομάδα να τους κοιτάζει, αυτήν τη φορά ομάδα φίλων τους. Εκείνη τη στιγμή ο τελευταίος των Κάτερς έβγαινε από την κρυφή ανατολική πόρτα και κατέβαινε με ένα σχοινί τα τελευταία πέντε-έξι μέτρα ως το έδαφος, περνώντας δίπλα από την κρεμαστή γέφυρα που ήταν κλεισμένη και ασφαλισμένη. Δεν υπήρχε τρόπος να τους βοηθήσουν. Ούτε η Κατρίν ούτε τα ευκίνητα ξωτικά μπορούσαν να αναρριχηθούν στον παγωμένο τοίχο για να τους πλησιάσουν.

«Εδώ είναι καλύτερα», δήλωσε σαρκαστικά ο Όλιβερ. «Τουλάχιστον θα μπορέσουν οι φίλοι μας να μας δουν να πεθαίνουμε».

«Όχι τέτοια τώρα, Όλιβερ», είπε σκυθρωπός ο Λούθιεν.

«…Και, τουλάχιστον, δεν μας πετάνε λόγχες στα κεφάλια», συνέχισε απτόητος ο χάφλινγκ. «Σίγουρα αυτοί οι ηλίθιοι μονομάτηδες θα κάνουν μια ώρα για να καταλάβουν από ποια μεριά του πύργου είμαστε».

« Όχι τέτοια τώρα, Όλιβερ», επανέλαβε ο Λούθιεν. Προσπαθούσε να συγκεντρωθεί, να βρει κάποια λύση.

Δεν έβλεπε όμως να υπάρχει κανένας τρόπος για να σωθούν. Μετά από μερικές στιγμές μάταιης σκέψης αναρωτήθηκε μήπως πρέπει να αφήσουν απλώς το σχοινί, ώστε να τελειώνουν μια και καλή, χωρίς να περιμένουν το αναπόφευκτο.

Μια λόγχη πέρασε δίπλα τους. Κοιτάζοντας πάνω, είδαν μια ομάδα Κυκλωπιανούς να χαμογελούν χαιρέκακα.

«Μπορεί να κάνεις και λάθος», είπε ο Λούθιεν προλαβαίνοντας τον Όλιβερ, πριν εκείνος πει τη χαρακτηριστική του φράση.

«Με τρία τραβήγματα θα ελευθερωθεί η αρπάγη», είπε ο Όλιβερ. Αυτός ήταν όντως ο μόνος τρόπος για να ελευθερωθεί η μαγική αρπάγη από τη στιγμή που θα κολλούσε κάπου. «Αν κάνω γρήγορα, θα προλάβω να την ξανακολλήσω πιο χαμηλά».

Ο Λούθιεν τον κοίταζε άναυδος. Ήταν συνηθισμένος στους κομπασμούς του φίλου του, αλλά αυτό δεν ήταν σχέδιο, ήταν αυτοκτονία Αν ελευθέρωνε την αρπάγη, ο ίδιος, ο Λούθιεν και ο τραυματίας θα γίνονταν αλοιφή στον δρόμο, εξήντα μέτρα από κάτω.

Ο Όλιβερ δεν είπε τίποτε άλλο, ούτε και ο Λούθιεν, γιατί δεν υπήρχε τίποτα να πουν. Φαίνεται ότι ο θρύλος της Πορφυρής Σκιάς δεν θα είχε ευτυχισμένο τέλος.

Η αρπάγη του Μπριντ’Αμούρ ήταν υπέροχο εργαλείο. Η ζαρωμένη μπάλα μπορούσε να κολλήσει σε οποιονδήποτε τοίχο, όσο απότομος κι αν ήταν. Τώρα ήταν κολλημένη πάνω στον πάγο στραβά, με τον κρίκο για το σχοινί να προεξέχει προς το πλάι.

Ο Λούθιεν και ο Όλιβερ αισθάνθηκαν ένα ξαφνικό τράνταγμα καθώς το βάρος τους έκανε την μπάλα να μισογυρίσει πάνω στον τοίχο. Τώρα το σχοινί κρεμόταν ίσια κάτω. Και μετά, ξαφνικά και αναπάντεχα, αισθάνθηκαν να κατεβαίνουν καθώς η αρπάγη γλιστρούσε πάνω στην παγωμένη επιφάνεια.

Ο Λούθιεν ξεφώνισε. Το ίδιο και ο Όλιβερ, αλλά ο χάφλινγκ είχε την ετοιμότητα να καρφώσει το μεν-γκος στον πάγο. Το στιλέτο χώθηκε βαθιά αφήνοντας μικροσκοπικές σπίθες και χαράζοντας μια λεπτή γραμμή καθώς συνέχιζαν να κατεβαίνουν.

Ενώ από ψηλά ακούγονταν Κυκλωπιανοί να βλαστημούν, άλλη μια λόγχη, πέφτοντας, θα είχε καρφώσει τον Όλιβερ αν δεν την απέκρουε με το μεν-γκος πάνω από το κεφάλι του. Από κάτω άκουσαν φωνές: «Πιάστε τους!»