Выбрать главу

Ο Λούθιεν κλοτσούσε τον τοίχο, προσπαθούσε να σκαλώσει τις μπότες του στον πάγο, να κάνει οτιδήποτε για να επιβραδύνει κάπως αυτή την τσουλήθρα. Δεν έβλεπε σε τι ύψος βρίσκονταν, πόσο είχαν ακόμη ώσπου να φτάσουν κάτω. Κάθε τόσο, η αρπάγη έφτανε σε ένα σημείο όπου οι πέτρες ξεπρόβαλλαν μέσ’ από τον πάγο και η κάθοδός τους επιβραδυνόταν, αλλά δεν σταματούσε εντελώς. Οι δυο φίλοι συνέχιζαν να κατεβαίνουν, μερικές φορές γρήγορα κι άλλες αργά, ουρλιάζοντας συνέχεια. Ο Λούθιεν είδε τη μυστική πόρτα δέκα μέτρα δεξιά τους, ενώ την επόμενη στιγμή αισθάνθηκε χέρια να απλώνονται για να τους πιάσουν και άκουσε βογγητά παντού γύρω του, καθώς οι σύντροφοί τους είχαν φροντίσει να μειώσουν με τα ίδια τους τα σώματα τη δύναμη της πρόσκρουσης.

Βρόντηξε κάτω, με τον Όλιβερ από πάνω του. Το φαρδύ στήθος του Λούθιεν είχε κάνει πολύ πιο μαλακή την πτώση του χάφλινγκ.

Ο Όλιβερ πετάχτηκε πάνω και έκανε μια στράκα με τα δάχτυλά του. «Σου είπα, έχω βρεθεί σε χειρότερα μέρη», είπε, και με τρία τραβήγματα ελευθέρωσε τη μαγική του αρπάγη.

Μερικά λεπτά αργότερα ακούστηκαν βροντερά χτυπήματα στην κλειστή κρεμαστή γέφυρα. Οι Κυκλωπιανοί είχαν εξαγριωθεί που έχασαν το θήραμά τους. Κομμάτια ξύλο έσπασαν κι έπεσαν προς τα έξω. Προφανώς, οι μονόφθαλμοι χρησιμοποιούσαν ένα από τα αγάλματα του ναού σαν πολιορκητικό κριό.

Κάποιοι βοήθησαν τον Λούθιεν να σηκωθεί, ενώ μερικοί άλλοι πήραν τον τραυματία κι έφυγαν.

«Πρέπει να πηγαίνουμε», είπε η Κατρίν Ο’ Χέιλ. Στεκόταν δίπλα στον παραζαλισμένο Λούθιεν και τον στήριζε από τον αγκώνα.

Ο Λούθιεν την κοίταξε, μετά κοίταξε την Σιόμπαν που στεκόταν δίπλα της και τις άφησε να τον οδηγήσουν στα δρομάκια.

Μέσα σε μερικές στιγμές οι Εριαντοριανοί εξαφανίστηκαν στους δρόμους της κάτω πόλης, ενώ οι Κυκλωπιανοί, όταν κατάφεραν να σπάσουν την κρυφή πόρτα, έμειναν να κοιτάζουν απογοητευμένοι τον άδειο δρόμο μην τολμώντας να τους ακολουθήσουν.

Λίγο πιο μακριά, ο Όλιβερ σταμάτησε κάνοντας νόημα στους συντρόφους του να περιμένουν. Κοίταξαν όλοι πίσω ακολουθώντας το βλέμμα του χάφλινγκ μέχρι τον μεγάλο πύργο της Μητρόπολης. Ο σκεπασμένος με πάγο ανατολικός τοίχος άστραφτε μέσα στο πρωινό φως, έτσι ώστε αυτό το οποίο είχε προσέξει ο χάφλινγκ φαινόταν ολοκάθαρο και πολύ ταιριαστό.

Πάνω στον τοίχο, σε εξήντα μέτρα ύψος, διακρινόταν καθαρά μια κόκκινη σιλουέτα, μια πορφυρή σκιά. Ο θαυματουργός μανδύας του Λούθιεν είχε αφήσει το χαρακτηριστικό του σημάδι πάνω στις πέτρες του πύργου, ένα επίκαιρο μήνυμα από την Πορφυρή Σκιά προς τον λαό του Μόντφορτ.

2

Μέχρι το σκληρό τέλος

«Δεν θα ’πρεπε να είσαι εδώ πάνω», είπε ο Όλιβερ, με την ανάσα του να σχηματίζει ένα σύννεφο ατμού μπροστά του. Πιάστηκε από την άκρη της επίπεδης στέγης, ανέβηκε πάνω με μια έλξη, σηκώθηκε όρθιος και χτύπησε τα χέρια του για να τονώσει την κυκλοφορία του αίματος.

Ο Λούθιεν δεν απάντησε, έδειξε μόνο με ένα νεύμα τη Μητρόπολη. Ο Όλιβερ πλησίασε τον φίλο του και αμέσως πρόσεξε την ένταση στα καστανά του μάτια. Ακολούθησε το βλέμμα του προς τα νοτιοδυτικά, κοιτάζοντας το τεράστιο οικοδόμημα που δέσποζε σε όλο το Μόντφορτ. Έβλεπε ακόμη το παγωμένο πτώμα του δούκα Μόρκνεϊ κολλημένο στον τοίχο του πύργου με τη λόγχη καρφωμένη στο κεφάλι. Το σχοινί γύρω από τον λαιμό του όμως δεν ήταν πια στερεωμένο στις επάλξεις.

«Έκοψαν το σχοινί», φώναξε ο χάφλινγκ βρίσκοντας τη σκηνή εξωφρενική και απαίσια, «αλλά ο δούκας δεν λέει να πέσει!» Πραγματικά, οι Κυκλωπιανοί είχαν κόψει το σχοινί από την πολεμίστρα όπου ήταν δεμένο, ελπίζοντας να πέσει το πτώμα του Μόρκνεϊ. Όμως το σχοινί παρέμενε παγωμένο και ντούρο, έτσι ώστε το μόνο που είχαν καταφέρει ήταν να δημιουργήσουν κάτι σαν απαίσια κεραία που προεξείχε από το κεφάλι του Μόρκνεϊ, σαν να ήταν το πτώμα ένα γιγάντιο έντομο.

Ο Λούθιεν έδειξε με ένα νέο νεύμα προς την κορυφή του πύργου, όπου ο Όλιβερ είδε Κυκλωπιανούς να πηγαινοέρχονται βλαστημώντας και σπρώχνοντας ο ένας τον άλλο. Ακριβώς κάτω από τις επάλξεις ο τοίχος γυάλιζε από νερό, ενώ ένα μέρος του πάγου είχε φύγει. Ο χάφλινγκ κατάλαβε τι συμβαίνει όταν είδε τους Κυκλωπιανούς να σηκώνουν ένα πελώριο αχνιστό καζάνι και να το γέρνουν πάνω από την άκρη της πολεμίστρας. Βραστό νερό άρχισε να τρέχει στον τοίχο.

Ένας από τους Κυκλωπιανούς γλίστρησε και μετά τραβήχτηκε πίσω μουγκρίζοντας από πόνο. Το καυτό καζάνι κατρακύλησε κι αυτό πίσω από το νερό κι άρχισε να πέφτει περιστρεφόμενο, παραμένοντας πάντα κοντά στον τοίχο, ώσπου βρόντηξε πάνω στη λαβή της λόγχης που ήταν καρφωμένη στο κεφάλι του Μόρκνεϊ. Σκάλωσε πάνω στο ξύλο κάνοντας τη λόγχη να πάρει κλίση προς τα κάτω. Οι μονόφθαλμοι πάνω στη στέγη τρόμαξαν καθώς το κεφάλι του Μόρκνεϊ τραντάχτηκε δυνατά, σχεδόν ξεκολλώντας από το σώμα. Η λόγχη ελευθερώθηκε και το καζάνι έπεσε στην αυλή από κάτω προκαλώντας τρομοκρατημένες κραυγές στους Κυκλωπιανούς, που έτρεχαν προς όλες τις κατευθύνσεις για να γλιτώσουν, και περιφρονητικά γιουχαίσματα στους πολλούς Εριαντοριανούς οι οποίοι παρακολουθούσαν το θέαμα από το τμήμα της πλατείας που βρισκόταν στην άλλη μεριά του τείχους, στην κάτω πόλη.