Выбрать главу

Έτσι, είχαν γίνει μεγάλοι πανηγυρισμοί στο Μένστερ μετά τον πόλεμο. Κατά τα προηγούμενα χρόνια το χωριό δεχόταν συχνά επισκέψεις από τους φοροεισπράκτορες του Γκρινσπάροου και οι κάτοικοι του Μένστερ, όπως επίσης οι περισσότεροι ανεξάρτητοι Εριαντοριανοί, δεν άντεχαν να βρίσκονται κάτω από τη σκιά ενός ξένου βασιλιά.

Με την αλλαγή στην κυβέρνηση, με το Εριαντόρ στα χέρια ενός Εριαντοριανού, ήταν σίγουροι ότι θα βελτιωνόταν η ζωή τους. Μπορεί ο νέος βασιλιάς του Εριαντόρ να μην ασχολιόταν καθόλου μαζί τους. Μπορεί το Μένστερ να περνούσε απαρατήρητο, ένα μικρό χωριουδάκι που δεν το ενοχλεί κανείς για φόρους. Όμως, έτσι ακριβώς προτιμούσαν να γίνεται.

Πάντως, το Μένστερ δεν περνούσε απαρατήρητο από τις ορδές των Κυκλωπιανών, που όλο και μεγάλωναν τελευταία. Και, παρ’ όλο που οι κάτοικοί του ήταν σκληροτράχηλοι άνθρωποι καθώς επιβίωναν απομονωμένοι στις απόκρημνες πλαγιές του Άιρον Κρος, δεν ήταν προετοιμασμένοι για όσα έγιναν μια μοιραία καλοκαιρινή νύχτα.

Εκείνο το βράδυ όπως συνήθως φύλαγαν σκοπιά στο τείχος ο Τόνκι Μακομίρ και ο Μίγκιν Κόμπερ, οι δυο βετεράνοι της εκστρατείας του Πρίνσταουν. Ο Μίγκιν ήταν ο πρώτος που είδε έναν Κυκλωπιανό να ξεπροβάλλει μέσα από τους θάμνους, σε απόσταση γύρω στα σαράντα μέτρα από το τείχος.

«Γεμάτος χάρη, σαν μονοπόδαρη μεθυσμένη αρκούδα», ψιθύρισε στον Τόνκι, που πλησίασε βλέποντας τον φίλο του να του κάνει νόημα.

Οι δυο φρουροί δεν ανησύχησαν ιδιαίτερα. Οι Κυκλωπιανοί πλησίαζαν συχνά στο Μένστερ, συνήθως ψάχνοντας για ψόφια ζώα, ενώ μόνο σπάνια αποφάσιζαν να δοκιμάσουν πόσο ετοιμοπόλεμοι είναι οι κάτοικοί του. Το χωριό ήταν χτισμένο σε ανοιχτή έκταση, έτσι γύρω από το τείχος του υπήρχε μια ζώνη πάνω από τριάντα μέτρα όπου δεν υπήρχε μέρος για να καλυφθεί ο εχθρός. Δεδομένου ότι οι Κυκλωπιανοί δεν ήξεραν καθόλου καλό σημάδι (αφού είχαν μόνο ένα μάτι, άρα ελάχιστη αντίληψη του βάθους), ενώ από την άλλη μεριά οι τριάντα περίπου κυνηγοί του Μένστερ ήταν έμπειροι τοξότες, οι υπερασπιστές της πόλης μπορούσαν να αποδεκατίσουν εκατό μονόφθαλμους πριν προλάβουν να περάσουν την ανοιχτή ζώνη και να φτάσουν στο τείχος. Άλλωστε, επειδή οι Κυκλωπιανοί, κακότροποι και απρόβλεπτοι όπως ήταν, μισούσαν τους πάντες και τα πάντα, ακόμη και ο ένας τον άλλο, σπάνια κατάφερναν να συγκεντρωθούν σε μεγάλες ομάδες που να πλησιάζουν τα εκατό άτομα.

«Άλλος ένας εκεί», είπε ο Τόνκι δείχνοντας δεξιά.

«Κι άλλος ένας πίσω του», πρόσθεσε ο Κόμπερ. «Καλύτερα να ειδοποιήσουμε τους άλλους».

«Οι πιο πολλοί είναι ξύπνιοι ακόμη», είπε ο Τόνκι. Γυρίζοντας και οι δύο κοίταξαν το κεντρικό κτίσμα του χωριού, την ταβέρνα, που χρησίμευε επίσης σαν αίθουσα συγκέντρωσης των κατοίκων. Ήταν ένα μακρόστενο, χαμηλό κτήριο, φωτισμένο και πολύ θορυβώδες.

«Ας ελπίσουμε ότι δεν είναι πολύ μεθυσμένοι για να ρίξουν», είπε ο Κόμπερ, αλλά και πάλι τα λόγια του ήταν αμέριμνα, χωρίς ιδιαίτερη ανησυχία.

Ο Κόμπερ ξεκίνησε με σκοπό να κάνει στα γρήγορα τον γύρο του τείχους ελέγχοντας τι συμβαίνει από τις άλλες πλευρές, πριν τρέξει να πληροφορήσει τους χωρικούς ότι μπορεί να υπάρχει κίνδυνος. Οι κάτοικοι του Μένστερ είχαν κάνει πολλές φορές ασκήσεις για τέτοιες περιπτώσεις, οπότε οι τριάντα τοξότες (με εξαίρεση του λίγους που ήταν πολύ μεθυσμένοι) θα βρίσκονταν στις θέσεις τους μέσα σε δευτερόλεπτα θερίζοντας τους Κυκλωπιανούς που θα τολμούσαν να πλησιάσουν. Στα μισά του γύρου όμως ο Κόμπερ σταμάτησε ξαφνικά απομένοντας να κοιτάζει άφωνος πάνω από το τείχος.

«Τι βλέπεις;» του είπε σιγανά ο Τόνκι από τη θέση του.

Ο Κόμπερ έβγαλε μια δυνατή κραυγή.

Αμέσως σταμάτησε η φασαρία στην ταβέρνα και άνδρες και γυναίκες άρχισαν να ξεχύνονται από τις πόρτες κρατώντας μακριά τόξα.

Ο Κόμπερ είχε αρχίσει να ρίχνει στο μεταξύ ξανά και ξανά, όπως κι ο Τόνκι. Εκτόξευαν τα βέλη χωρίς καν να σημαδεύουν. Το πλήθος που πλησίαζε τρέχοντας από τους θάμνους ήταν τόσο μεγάλο, ώστε ήταν σχεδόν αδύνατο να αστοχήσεις.

Οι χωρικοί, αφού ανέβηκαν στο τείχος, άρχισαν να ρίχνουν κι αυτοί ενώ οι Κυκλωπιανοί έπεφταν νεκροί κατά δεκάδες.

Αλλά οι μονόφθαλμοι ήταν σχεδόν χίλιοι, οπότε τέτοιες απώλειες δεν μπορούσαν να τους σταματήσουν.

Όλο το τείχος έτριξε και βόγγηξε όταν η κύρια μάζα των Κυκλωπιανών έπεσε πάνω του. Πολλοί έστησαν σκάλες την ώρα που άλλοι άρχισαν να κόβουν τους κορμούς με τσεκούρια.