«Έχεις τη δύναμη για να διατηρήσεις την ψευδαίσθηση;» ρώτησε η Ντιάνα βγάζοντάς τον από την διαδικασία της μεταμόρφωσης.
Ο Μπριντ’Αμούρ την κοίταξε χωρίς να καταλαβαίνει.
»Σε λίγο νυχτώνει».
Ο Μπριντ’Αμούρ κατένευσε, καταλαβαίνοντας τι εννοούσε η Ντιάνα. Ο Άκρας θα συγκέντρωνε ήδη τους δέκα χιλιάδες Κυκλωπιανούς που θα έβγαιναν από το Γουόρτσεστερ μέσα στο σκοτάδι.
«Μην ανησυχείς», την καθησύχασε ο μάγος. «Το περίβλημα του Θέρεντον Ρις είναι έτοιμο».
Η Ντιάνα δεν ήταν σίγουρη αν η μεταμόρφωση ήταν απαραίτητη — ή και συνετή ακόμη, αφού θα ’πρεπε να πλάσουν ένα ακόμη ψέμα για να ικανοποιήσουν την περιέργεια του Άκρας. Ο Γκρινσπάροου της είχε παραδώσει δημόσια την διοίκηση όλης της φρουράς του Γουόρτσεστερ, οπότε ο Θέρεντον δεν ήταν απαραίτητος.
Ο Μπριντ’Αμούρ τα γνώριζε όλα αυτά, αλλά δεν είχε σκοπό να αφήσει δέκα χιλιάδες Κυκλωπιανούς να βγουν από το Γουόρτσεστερ υπό την διοίκηση της Ντιάνα. Οι δυνάμεις του μπορεί να πάθαιναν μεγάλες απώλειες αν δεν χειριζόταν σωστά τα πράγματα.
Σε λίγο βγήκαν από το δωμάτιο για να βρουν τον Άκρας. Η Ντιάνα εξήγησε στον μονόφθαλμο ότι αφού είχε επιστρέψει ο Θέρεντον —και πόσο θα χαιρόταν αλήθεια ο Γκρινσπάροου όταν θα μάθαινε ότι ο δούκας είναι ακόμη ζωντανός!— του είχε παραχωρήσει την διοίκηση των δυνάμεων. Από την άλλη μεριά όμως ίσχυε ακόμη η εντολή του Γκρινσπάροου, κι έτσι η ίδια θα ήταν υπαρχηγός του δούκα.
Ο Άκρας την πίστεψε. Δεν μπορούσε να κάνει κι αλλιώς.
Βγήκαν από τις πύλες της πόλης μετά τη δύση του ήλιου, με την πανσέληνο να υψώνεται στα ανατολικά. Ο “Θέρεντον” και η Ντιάνα ήταν επικεφαλής του στρατού μαζί με τον Κυκλωπιανό Άκρας, που το στήθος του είχε φουσκώσει ακόμη περισσότερο από περηφάνια. Ο μονόφθαλμος δεν δίσταζε να χτυπήσει όποιον τολμούσε να τον πλησιάσει ή έδειχνε την παραμικρή ασέβεια.
Πριν προχωρήσουν πολύ, πριν ακόμη περάσει από την τεράστια πύλη όλη η κυκλωπιανή δύναμη, ο Μπριντ’Αμούρ έβγαλε ένα κυματιστό σφύριγμα και αμέσως μια μικρή κουκουβάγια κατέβηκε για να καθίσει στο χέρι του γέρνοντας με περιέργεια το κεφάλι.
Ο Μπριντ’Αμούρ της ψιθύρισε κάτι στο αφτί και η κουκουβάγια έφυγε πετώντας βόρεια με όλη της τη δύναμη.
«Τι έκανες;» ρώτησε ο Άκρας.
Ο Μπριντ’Αμούρ τον κοίταξε απειλητικά, για να του υπενθυμίσει ότι η καινούρια του εξουσία δεν περιελάμβανε το δικαίωμα να κάνει ανάκριση στον δούκα του Γουόρτσεστερ. Ο Κυκλωπιανός έσπευσε να σκύψει αμέσως το κεφάλι.
«Τώρα έχουμε μάτια», είπε ο Μπριντ’Αμούρ στην Ντιάνα.
«Μάτια κι ένα σχέδιο», απάντησε η δούκισσα.
Το σχέδιο ήταν απλό: οι Κυκλωπιανοί χωρίστηκαν σε τρεις ομάδες. Τρεις χιλιάδες διάβηκαν τον ποταμό Ντάνκερι για να πλευροκοπήσουν τους Εριαντοριανούς από τα δεξιά, άλλες τρεις χιλιάδες πέρασαν τον ποταμό Ερν για να πλευροκοπήσουν τον εχθρό από τα αριστερά ενώ οι υπόλοιπες τέσσερις χιλιάδες, που περιλάμβαναν επίσης μια μεγάλη μονάδα ιππικού με αλογόχοιρους, προχώρησαν ίσια μπροστά ανάμεσα στα ποτάμια, κατευθείαν προς το στρατόπεδο των Εριαντοριανών όπου θα έκαναν την αρχική επίθεση. Θα προκαλούσαν σύγχυση στις τάξεις των Εριαντοριανών, που θα μετατρεπόταν σε ασυγκράτητο πανικό όταν θα περνούσαν και οι άλλοι Κυκλωπιανοί τον Ντάνκερι και τον Ερν για να τους χτυπήσουν από παντού.
Φυσικά, ο Μπριντ’Αμούρ και η Ντιάνα είχαν άλλες ιδέες.
Ο Λούθιεν, ο Μπέλικ και η Σιόμπαν ειδοποιημένοι ότι είχε μπει στο στρατόπεδο ένα πουλί που μιλά, έσπευσαν να δουν τι συμβαίνει. Ο Λούθιεν ευχήθηκε να πρόκειται για έργο του Μπριντ’Αμούρ. Ή μπορεί το πουλί να ήταν ο ίδιος ο βασιλιάς μεταμορφωμένος.
Απογοητεύθηκε λίγο όταν, βρίσκοντας την κουκουβάγια καθισμένη σε ένα χαμηλό κλαδί, κατάλαβε ότι δεν ήταν ο Μπριντ’Αμούρ. Παρ’ όλα αυτά δεν υπήρχε αμφιβολία ότι το πουλί ήταν μαγεμένο, γιατί μιλούσε όντως λέγοντας μία μόνο λέξη: «Πρίνσταουν».
«Ο Μπριντ’Αμούρ πήγε στο Πρίνσταουν;» ρώτησε η Σιόμπαν την κουκουβάγια.
«Πρίνσταουν», απάντησε το πουλί.
«Τουλάχιστον ξέρουμε πού έχει πάει», είπε ενοχλημένος ο Μπέλικ. Δεν του άρεσε η προοπτική να μην έχουν την βοήθεια του Μπριντ’Αμούρ στην τόσο δύσκολη επίθεση κατά του Γουόρτσεστερ. Οι Εριαντοριανοί πίστευαν ότι, πέρα από τα τείχη και τη φρουρά της πόλης, είχαν να αντιμετωπίσουν και τον μάγο-δούκα της πόλης.
Ο Λούθιεν δεν είχε πειστεί. Δοκίμασε άλλες δύο ερωτήσεις στο πουλί: «Πρέπει να πάμε στο Πρίνσταουν;» και: «Έκανε το Πρίνσταουν συμμαχία με το Εριαντόρ;» Αλλά το πουλί απλώς επαναλάμβανε την ίδια λέξη.
Μέχρι που ο Λούθιεν και οι άλλοι δύο γύρισαν να φύγουν. Τότε η κουκουβάγια είπε ξαφνικά: «Γκλεν Ντούριτς».
Γύρισαν και οι τρεις ταυτόχρονα για να κοιτάξουν πάλι το πουλί. «Πρίνσταουν, Γκλεν Ντούριτς», γρύλλισε ο Μπέλικ. Δεν μπορούσε να βγάλει νόημα.