Выбрать главу

Φτάνοντας στην άκρη ενός ψηλού τοίχου, ο Μπριντ’Αμούρ είδε τις δυο αντίπαλες δυνάμεις αντιμέτωπες στα δύο άκρα ενός μακρόστενου πλατώματος, στη μια άκρη ο Λούθιεν με εκατό καβαλάρηδες, ξωτικά οι περισσότεροι, και στην άλλη μια ίση δύναμη Κυκλωπιανών με αλογόχοιρους.

Η επίθεση τράνταξε το έδαφος της μεγάλης πόλης. Το ιππικό του Λούθιεν κέρδισε το αρχικό πλεονέκτημα με έναν καταιγισμό από βέλη, αλλά σε αντίθεση με τις συγκρούσεις στο ανοιχτό πεδίο της μάχης, δεν μπορούσαν τώρα να χτυπήσουν και μετά να απομακρυνθούν. Αυτήν τη φορά οι δύο ομάδες συγκρούστηκαν σχηματίζοντας ένα μανιασμένο κουβάρι. Πολλοί έπεσαν από την ορμή της σύγκρουσης, ενώ άλλοι έμειναν πάνω στις σέλες μόνο και μόνο επειδή δεν υπήρχε χώρος για να πέσουν.

Μέσα σε όλα αυτά, ο κουρασμένος Μπριντ’Αμούρ είδε τον Λούθιεν καβάλα στο κατάλευκο άλογό του να χτυπά ανελέητα με τον Τυφλωτή φωνάζοντας ταυτόχρονα για το ελεύθερο Εριαντόρ.

Αλλά με τι κόστος! σκέφτηκε ο Μπριντ’Αμούρ. Τι τρομερό κόστος!

Ο Λούθιεν και περίπου το μισό ιππικό του κατάφεραν να περάσουν, την ώρα που μια ομάδα από Εριαντοριανούς πεζούς ακολουθούσε αποτελειώνοντας τους τσακισμένους μονόφθαλμους, φροντίζοντας τους τραυματισμένους Εριαντοριανούς και τρέχοντας πρόθυμα πίσω από την Πορφυρή Σκιά.

Οι συγκρούσεις γρήγορα χειροτέρεψαν, γιατί σε πολλά σημεία βρέθηκαν να πολεμούν άνθρωποι με ανθρώπους.

Η μάχη πήρε τέλος αργά εκείνο το απόγευμα με εξαίρεση μερικούς θύλακες αντίστασης σε οχυρωμένα σημεία. Ήταν μία ακόμη νίκη για το Εριαντόρ. Το Γουόρτσεστερ είχε πέσει. Το τίμημα ήταν υψηλό όμως, απελπιστικά υψηλό, καθώς ο βόρειος στρατός είχε χάσει τέσσερις στους δέκα άνδρες του. Σχεδόν οι μισοί από τους ατρόμητους νάνους του Μπέλικ ήταν νεκροί ή τραυματισμένοι.

Η Ντιάνα Γουέλγουορθ είχε βρει σημαντική υποστήριξη ανάμεσα στους κατοίκους του Γουόρτσεστερ, υπήρχαν όμως και σοβαροί ενδοιασμοί. Η δούκισσα είχε αναλάβει την ευθύνη για την επίθεση, όμως όλες οι οικογένειες του Γουόρτσεστερ είχαν κάποια απώλεια. Από την άλλη μεριά, πάντως, οι Αβονιανοί που βγήκαν από τον καθεδρικό ναό εκείνο το βράδυ άρχισαν να μιλούν στην πόλη για τις ανομίες του Γκρινσπάροου και για το κοινό τους μίσος κατά των Κυκλωπιανών. Λίγο αργότερα μαθεύτηκε η συμπόνια που είχαν δείξει οι κατακτητές Εριαντοριανοί, οι οποίοι φρόντιζαν τους τραυματίες του Γουόρτσεστερ όσο καλά φρόντιζαν και τους δικούς τους.

Ο Μπριντ’Αμούρ ένιωθε ανακούφιση που είχε ξαναπάρει τη δική του μορφή, μολονότι ήταν τόσο εξαντλημένος ώστε δεν μπορούσε σχεδόν να περπατήσει. Σύστησε την Ντιάνα στον Λούθιεν, τον Μπέλικ και τους άλλους Εριαντοριανούς ηγέτες εξηγώντας τους όσα είχαν συμβεί.

«Νικήσαμε», είπε η Σιόμπαν, «αλλά με μεγάλο κόστος».

«Είμαστε έτοιμοι να συνεχίσουμε την προέλαση», απάντησε αμέσως αποφασισμένος ο Σάγκλιν. «Το Καρλάιλ δεν είναι τόσο μακριά!»

«Κάθε πράγμα στην ώρα του», του είπε ο Μπριντ’Αμούρ. «Πρώτα πρέπει να δούμε τι συμμάχους έχουμε κάνει εδώ».

«Κι εγώ πρέπει να γυρίσω στο Μάνινγκτον», πρόσθεσε η Ντιάνα, «για να δω τι δυνάμεις μπορώ να συγκεντρώσω για την επίθεση στο Καρλάιλ».

Ο Μπριντ’Αμούρ συμφώνησε, αλλά δεν φαινόταν τόσο αισιόδοξος. «Το Μάνινγκτον εξακολουθεί να είναι μια πόλη του Άβον», της υπενθύμισε, «η σημερινή μάχη μπορεί να επαναληφθεί στους δρόμους της πόλης σου, αλλά χωρίς την υποστήριξη του εριαντοριανού στρατού».

«Όχι», απάντησε η Ντιάνα. «Οι περισσότεροι Πραιτωριανοί Φρουροί της πόλης βγήκαν στον πορθμό με τον στόλο και σίγουρα βρίσκονται στον πάτο της θάλασσας, τώρα. Επίσης έχω αρχίσει να σπέρνω τους σπόρους της εξέγερσης εδώ κι αρκετό καιρό σ’ όσους κατοίκους της πόλης μου έχουν την μεγαλύτερη επιρροή στον πληθυσμό». Χαμογέλασε. «Μιλώ για τους ταβερνιάρηδες και τους ιδιοκτήτες πανδοχείων, που μιλούν με πολύ κόσμο. Η κατάληψη του Μάνινγκτον δεν θα είναι τόσο αιματηρή, γι’ αυτό πιστεύω ότι πολλοί θα με ακολουθήσουν νότια, στο Καρλάιλ, όπου θα ενωθούμε μαζί σας για την τελική μάχη».

Ήταν ενθαρρυντικό νέο, αλλά οι Εριαντοριανοί είχαν διασχίσει πολεμώντας ογδόντα χιλιόμετρα βουνών και εκατόν πενήντα χιλιόμετρα πεδιάδας, έχοντας δώσει τέσσερις μάχες μέσα σε μια νύχτα και μια μέρα. Η σκέψη και μόνο ότι θα συνεχίσουν την προέλαση, προκάλεσε αναστεναγμούς. Ήταν κουρασμένοι όλοι τους και είχαν πολύ ταξίδι ακόμη μπροστά τους.

«Έχε έτοιμο ένα ξόρκι μεταφοράς», προειδοποίησε τη Ντιάνα ο Μπριντ’Αμούρ, «μήπως κοιτάξει από μακριά τα πράγματα ο Γκρινσπάροου και ανακαλύψει την αλήθεια».

«Θα τη μάθει γρήγορα έτσι κι αλλιώς», απάντησε η Ντιάνα. «Και δεν θα του αρέσει καθόλου». Η ανακηρυγμένη βασίλισσα του Άβον χαμογέλασε και, αφού χτύπησε παρηγορητικά τον σκυφτό ώμο του γέρο-μάγου, έφυγε.