Выбрать главу

«Βάλε φρουρά στην πόλη και στο στρατόπεδό μας», είπε ο Μπριντ’Αμούρ στον Μπέλικ. «Θα μείνουμε πέντε μέρες τουλάχιστον».

«Ο χρόνος ευνοεί τον Γκρινσπάροου», τον προειδοποίησε εκείνος.

«Ποιος θα περίμενε να πέσει το Γουόρτσεστερ μέσα σε μια μέρα;» ρώτησε ο Μπριντ’Αμούρ. «Προσωπικά πίστευα ότι θα αποκλειόμασταν εδώ τουλάχιστον για μια βδομάδα, ίσως για περισσότερες και ότι μπορεί τελικά να αναγκαζόμασταν να αφήσουμε πίσω τον μισό μας στρατό για να συνεχίσει την πολιορκία. Έχουμε χρόνο και χρειαζόμαστε ξεκούραση».

Ο Μπέλικ κατένευσε φεύγοντας με τον Σάγκλιν και τους άλλους διοικητές του για να εφαρμόσει τις εντολές του Μπριντ’Αμούρ.

Ο Λούθιεν και η Σιόμπαν έφυγαν κι αυτοί για να διαπιστώσουν τι είχε απομείνει από το ιππικό τους και πόσα άλογα θα μπορούσαν να συγκεντρώσουν από το Γουόρτσεστερ. Καθώς περπατούσαν, άρχισαν να μετρούν πόσους είχαν καθαρίσει, αφού πρώτα συμφώνησαν πως ούτε θα μετρήσουν ούτε καν θα αναφέρουν τους ανθρώπους που είχαν αναγκαστεί να σκοτώσουν εκείνη τη μέρα. Το να μετράς νεκρούς Κυκλωπιανούς είναι μια εκτόνωση από την πίεση του πολέμου και ένα κίνητρο για να συνεχίσεις τη μάχη. Από την άλλη μεριά, είναι εντελώς άλλο πράγμα να μετράς σκοτωμένους ανθρώπους. Κάτι τέτοιο απλώς θα τους υπενθύμιζε τη φρίκη του πολέμου, πράγμα που δεν ήθελε κανείς από τους δύο.

«Εξήντα τρεις», κατέληξε κάποια στιγμή ο Λούθιεν όταν τελείωσε το μέτρημα, κάνοντας το όμορφο πρόσωπο της Σιόμπαν να σκοτεινιάσει. «Εξήντα ένας», παραδέχτηκε η κοπέλλα.

Δεν είπε κανείς τίποτα, ήξεραν όμως ότι η Σιόμπαν θα είχε πολλές ευκαιρίες για να τον ισοφαρίσει, κατά τις μέρες ή και τις βδομάδες που θα ακολουθούσαν.

Ο στρατός έφυγε από το Γουόρτσεστερ έξι μέρες αργότερα ξεκούραστος και καλά εφοδιασμένος, με το μέγεθος του σημαντικά αυξημένο καθώς πολλοί από τους κατοίκους του Γουόρτσεστερ είχαν αποφασίσει να πολεμήσουν κατά του Γκρινσπάροου υποστηρίζοντας την νόμιμη βασίλισσά τους.

«Έγινε όπως σου είχα πει», είπε χαμογελώντας ο Λούθιεν στον Μπριντ’Αμούρ καθώς ξεκινούσαν. «Το Άβον θα επαναστατήσει κατά του Γκρινσπάροου, επειδή θα δει ότι ο αγώνας μας είναι δίκαιος. Ίσως θα έπρεπε να είχαμε συνεχίσει τον προηγούμενο πόλεμο, από το Πρίνσταουν, τότε που βγάλαμε από τη μέση τον δούκα Πάραγκορ».

«Όντως, το είχες προβλέψει», παραδέχτηκε η Σιόμπαν, που προχωρούσε δίπλα τους με το άλογό της. «Προσωπικά δεν θα το πίστευα ποτέ ότι ο λαός του Άβον θα υποστήριζε τον αγώνα μιας δύναμης εισβολής».

«Δεν έκαναν τίποτα τέτοιο», απάντησε σοβαρός ο Μπριντ’Αμούρ. «Εκείνοι που μπήκαν στις τάξεις του στρατού μας, το έκαναν εξαιτίας ενός ανθρώπου και μόνο. Αν δεν είχε επαναστατήσει η Ντιάνα Γουέλγουορθ ενάντια στον Γκρινσπάροου, η μάχη μας για το Γουόρτσεστερ θα ήταν αβέβαιη και με ακόμη μεγαλύτερο κόστος, ενώ ο στρατός που έχει ξεκινήσει από το Μάνινγκτον θα ερχόταν για να μας χτυπήσει».

Αυτό τους προσγείωσε λίγο. Ήταν μια υπενθύμιση για το πόσο αβέβαιη ήταν αυτή η επιχείρηση από την αρχή, και πόσο αβέβαιη θα παρέμενε μέχρι το τέλος. Ο Μπριντ’Αμούρ δεν είπε τίποτα για τη ναυμαχία στον πορθμό του Μαν, γιατί δεν είχε βρει τον χρόνο ούτε τη μαγική ενέργεια για να κοιτάξει πώς τα είχε πάει ο στόλος τους.

Μπορώντας όμως να μαντέψει, είχε ένα καλό προαίσθημα που προτίμησε ωστόσο να μην το εκφράσει μέχρι να βεβαιωθεί.

Η προέλαση για το Άβον βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη.

Ο Γκρινσπάροου βημάτιζε ανήσυχος γύρω από τον μεγάλο θρόνο του σφίγγοντας τα χέρια του σε κάθε βήμα. Γύρισε πίσω στον θρόνο και κάθισε πάλι, αλλά σε μερικές στιγμές είχε σηκωθεί για να περπατήσει ξανά πάνω-κάτω.

Ο δούκας Κρίσις δεν είχε ξαναδεί τον βασιλιά τόσο ταραγμένο. Έχοντας ακούσει πολλές από τις αναφορές, υποψιαζόταν ότι η κατάσταση ήταν ακόμη χειρότερη απ’ όσο φαινόταν με την πρώτη ματιά.

«Προδοσία», μουρμούρισε ο Γκρινσπάροου. «Προδότες όλοι τους. Θα τους εξοντώσω όλους, εκείνο τον άθλιο Άσανον και την απαίσια Ντιάνα. Ναι, την Ντιάνα θα την γλεντήσω πρώτα όπως θέλω και μετά θα την αποτελειώσω, τη σκύλα!»

Ώστε είναι αλήθεια, σκέφτηκε ο Κρίσις. Ο δούκας του Μπαράντουιν και η δούκισσα του Μάνινγκτον συνωμότησαν με τον εχθρό κατά του Γκρινσπάροου. Ο μονόφθαλμος είχε την σύνεση να μην σχολιάσει την ειρωνική πλευρά της κατάστασης, ξέροντας ότι και μία μόνο λέξη ήταν αρκετή για να προκαλέσει την οργή του Γκρινσπάροου. Όταν ο βασιλιάς του Άβον ήταν σε τέτοια διάθεση, όλοι φρόντιζαν να απομακρυνθούν όσο μπορούσαν. Ο Κρίσις δεν είχε όμως αυτό το περιθώριο τώρα, με δύο εριαντοριανούς χερσαίους στρατούς και έναν ή ίσως και δύο στόλους να συγκλίνουν κατά του Καρλάιλ.