Οι κάτοικοι του Μένστερ κράτησαν την ψυχραιμία τους, άδειαζαν τις φαρέτρες τους φωνάζοντας να τους φέρουν κι άλλα βέλη, χτυπούσαν τους μονόφθαλμους σχεδόν εξ επαφής. Αλλά το τείχος γρήγορα παραβιάστηκε, οι Κυκλωπιανοί όρμησαν μέσα στο χωριό και οι υπερασπιστές του αναγκάστηκαν να αφήσουν τα τόξα για να πάρουν σπαθιά, λόγχες ή ό,τι άλλο έβρισκαν πρόχειρο για να το χρησιμοποιήσουν σαν ρόπαλο.
Όμως, σε μια τέτοια μάχη σώμα με σώμα είχαν το πλεονέκτημα οι Κυκλωπιανοί, έτσι γρήγορα όλοι κατάλαβαν ότι το Μένστερ ήταν χαμένο.
Η σφαγή τελείωσε μέσα σε μερικά λεπτά.
Ξαφνικά, το Μένστερ ή ό,τι απέμεινε απ’ αυτό μετά την καταστροφή, έπαψε να είναι ένα ασήμαντο άγνωστο χωριουδάκι για τον βασιλιά Μπριντ’Αμούρ και όποιον ζούσε στα νότια σύνορα του Εριαντόρ.
3
Αποχαιρετισμός
Η Κατρίν Ο’ Χέιλ ξύπνησε από τις πρώτες ακτίνες του πρωινού ήλιου. Κοίταξε γύρω της τις γκρίζες στάχτες της χτεσινοβραδινής φωτιάς, τα δύο άλογα που ήταν δεμένα κάτω από μια μεγάλη φτελιά και τα άλλα σκεπάσματα που ήταν κιόλας τυλιγμένα και δεμένα, έτοιμα για την αναχώρηση. Αυτό δεν την παραξένεψε. Υποψιαζόταν ότι ο σύντροφός της δεν είχε καταφέρει να κοιμηθεί.
Σηκώθηκε όρθια τανυζόμενη για να ξεμουδιάσει από τον ύπνο στο έδαφος. Τα πόδια της ήταν πιασμένα, το ίδιο και οι γλουτοί της. Εδώ και πέντε μέρες η Κατρίν και ο Λούθιεν ταξίδευαν με γρήγορο ρυθμό προς τα βόρεια διασχίζοντας το Εριαντόρ με προορισμό το βορειοδυτικό άκρο της χώρας. Γυρίζοντας την πλάτη της στον πρωινό ήλιο, η Κατρίν είδε την ομίχλη στον πορθμό όπου η Θάλασσα του Άβον συναντούσε τη Θάλασσα Ντόρσαλ. Και μέσα από αυτή την ομίχλη, όχι πολύ μακριά, ξεχώριζαν θολοί και γκρίζοι οι μελαγχολικοί λόφοι του Μπέντγουιντριν.
Η πατρίδα τους. Η Κατρίν και ο Λούθιεν είχαν μεγαλώσει σε αυτό το νησί, το μεγαλύτερο της Θάλασσας του Άβον μετά το Μπαράντουιν στα νοτιοδυτικά. Οι δυο σύντροφοι είχαν περάσει σχεδόν όλη τη ζωή τους στο Μπέντγουιρ, ο Λούθιεν στην Νταν Βάρνα, την μεγαλύτερη πόλη και πρωτεύουσα του νησιού, ενώ η Κατρίν στις δυτικές ακτές του, στο χωριό Χέιλ. Στα δεκαπέντε της η Κατρίν πήγε στην Νταν Βάρνα για να εκπαιδευτεί στις πολεμικές τέχνες, στην αρένα, όπου γνώρισε τον Λούθιεν.
Ερωτευμένη με τον γιο του κόμη Γκάχρις Μπέντγουιρ, τον είχε ακολουθήσει μέχρι την άλλη άκρη της χώρας, για να εισβάλει τελικά μαζί του στο ίδιο το έδαφος του Άβον επικεφαλής ενός ολόκληρου στρατού.
Ο πόλεμος είχε τελειώσει τώρα, προς το παρόν τουλάχιστον, γι’ αυτό οι δυο τους γύριζαν στην πατρίδα τους. Όχι για διακοπές αλλά για να δουν τον Γκάχρις, που σύμφωνα με τις αναφορές δεν θα ζούσε πολύ ακόμη.
Βλέποντας το νησί να είναι τόσο κοντά, με δεδομένο τον σκοπό του ταξιδιού τους, η Κατρίν καταλάβαινε πολύ καλά γιατί δεν μπορούσε να κοιμηθεί ο Λούθιεν. Κατά πάσα πιθανότητα δεν είχε κοιμηθεί καθόλου εδώ και αρκετά μερόνυχτα. Κοίταξε παντού γύρω της πριν αρχίσει να ανεβαίνει μια ανηφορική πλαγιά, σκύβοντας χαμηλά καθώς έφτανε στην κορυφή.
Σε ένα ξέφωτο μπροστά της στεκόταν ο Λούθιεν, γυμνός από τη μέση και πάνω, κρατώντας στο χέρι τον Τυφλωτή, το οικογενειακό σπαθί των Μπέντγουιρ.
Ήταν ένα υπέροχο όπλο. Η τέλεια λεπίδα του άστραφτε στον πρωινό ήλιο με μια εκτυφλωτική λάμψη που την επισκίαζε μόνο η χρυσή πετραδοστόλιστη λαβή σε μορφή δράκοντα, με τα απλωμένα φτερά του να σχηματίζουν το προστατευτικό κάλυπτρο του χεριού.
Τα πράσινα μάτια της Κατρίν δεν έμειναν πολύ στο σπαθί, γιατί ακόμη πιο εντυπωσιακό ήταν το θέαμα του Λούθιεν. Είχε ύψος ένα και ενενήντα, φαρδιές πλάτες, δυνατό στήθος και μπράτσα με ισχυρούς νευρώδεις μύες που σφίγγονταν φουσκώνοντας καθώς έκανε την πρωινή του προπόνηση. Ήταν πιο δυνατός και σωματώδης από την εποχή που πολεμούσαν μαζί στην αρένα της Νταν Βάρνα, σκέφτηκε η Κατρίν. Δεν ήταν πια νεαρός, ήταν άνδρας. Τα μάτια του, με κείνο το εντυπωσιακό καστανό χρώμα, χαρακτηριστικό της οικογένειας Μπέντγουιρ, έδειχναν κι αυτά την αλλαγή. Είχαν ακόμη τη νεανική τους λάμψη, τώρα όμως αυτή η λάμψη γλύκαινε από μια νέα σοφία.
Ο Τυφλωτής έμοιαζε να υφαίνει αόρατα νήματα στον αέρα καθώς ο Λούθιεν τον περιέστρεφε γύρω του, πότε κρατώντας τον με το ένα χέρι, πότε και με τα δύο. Γύριζε κι έσκυβε, σηκωνόταν πάλι και τιναζόταν στο πλάι, αλλά παρ’ όλο που στρεφόταν συχνά προς το μέρος της, η Κατρίν δεν ανησυχούσε μήπως την αντιληφθεί. Ο Λούθιεν ήταν ένας ολοκληρωμένος πολεμιστής με βαθιά αυτοσυγκέντρωση παρά την τωρινή του κούραση και, όσο έκανε προπόνηση, ήταν απόλυτα προσηλωμένος στις κινήσεις του. Ύψωσε τον Τυφλωτή πάνω από το κεφάλι του κρατώντας τον και με τα δύο χέρια, διατηρώντας τέλεια ισορροπία. Μετατόπισε αργά το βάρος του στο πλάι αφήνοντας το βαρύ ξίφος με το δεξί του χέρι και χαμηλώνοντάς το πόντο-πόντο με το αριστερό, ενώ το δεξί του χέρι άγγιζε τον αριστερό του πήχη κατά την κάθοδο. Όλα σταμάτησαν μαζί, το αριστερό χέρι οριζόντια ακριβώς στο ύψος των ώμων ενώ το δεξί παρέμενε λυγισμένο με τις άκρες των δακτύλων μόλις να αγγίζουν τον αριστερό ώμο.