Выбрать главу

«Πού να το φανταστώ;» είπε μεγαλόφωνα ο Γκρινσπάροου. «Μικρή Ντιάνα, πόσο απρόβλεπτη έγινες!» Την είχε υποτιμήσει και μάλιστα πολύ, παραδέχτηκε μέσα του. Είχε πιστέψει ότι οι τύψεις της Ντιάνα, οι παραπλανητικές ιστορίες που της είχε αφηγηθεί ο ίδιος και η Σέλνα και το καρότο του δουκάτου του Μάνινγκτον, ίσως και του Γουόρτσεστερ σε λίγο, ήταν αρκετά για να ικανοποιήσουν τις φιλοδοξίες της κρατώντας τη δεμένη μαζί του για όλη την υπόλοιπη ζωή της. Είχε φροντίσει από πολύ καιρό να δώσει τέλος στη δυνατότητα να συνεχιστεί η δυναστεία των Γουέλγουορθ, βάζοντας την Σέλνα να δίνει κρυφά στην Ντιάνα διαβολικά φίλτρα ώστε να μην μπορεί να κάνει παιδιά, έτσι πίστευε ότι η τελευταία απόγονος των Γουέλγουορθ δεν θα ήταν παρά ένα ασήμαντο αγκάθι, για το σύντομο χρονικό διάστημα που θα ζούσε ακόμη.

Πόσο οδυνηρό είχε γίνει τώρα αυτό το αγκάθι!

Το βόρειο μέρος της χώρας του είχε καταρρεύσει, ενώ τέσσερις στρατιές κινούνταν εναντίον του. Από την άλλη μεριά, βέβαια, το Καρλάιλ ήταν μια ισχυρή οχυρωμένη πόλη κι ο ίδιος δεν ήταν ασήμαντος εχθρός.

Το ίδιο ίσχυε όμως για τον Μπριντ’Αμούρ, την Ντιάνα, τον Άσανον Μακλένι, κι εκείνη την Πορφυρή Σκιά, και τους Χιούγκοθ, και…

Πόσο μεγάλος φαινόταν αυτός ο κατάλογος στον τρομαγμένο βασιλιά του Άβον! Η πλευρά του δράκου, μέσα του, του έστειλε πάλι εικόνες από τους ζεστούς βάλτους του Σόλτγουος τις οποίες τώρα του ήταν πιο δύσκολο να τις αγνοήσει. Ίσως, σκέφτηκε ο Γκρινσπάροου, είχε κάνει τόσο μεγάλα λάθη επειδή είχε βαρεθεί τον θρόνο του Άβον, είχε βαρεθεί να φέρει τη μορφή ενός απλού ανθρώπου ενώ η άλλη πλευρά του ήταν τόσο ισχυρότερη, τόσο ελεύθερη.

Ο βασιλιάς του Άβον γρύλλισε καθώς πεταγόταν θυμωμένος από τον θρόνο του. «Σταμάτα επιτέλους, Ντανσαλιγκνάτιους!» φώναξε και κλότσησε τον θρόνο.

Αν τον είχα κλοτσήσει εγώ, θα είχε περάσει μέσα από τον τοίχο, του είπε ο δράκος, μέσα του.

Ο Γκρινσπάροου δάγκωσε θυμωμένος το χείλι του και βγήκε από την αίθουσα του θρόνου.

28

Παγιδευμένος

Καθώς πλησίαζαν στην πόλη προχωρώντας ανάμεσα στους δυο παραποτάμους που είχαν το ίδιο όνομα, Στράτον, έβλεπαν ότι η περιοχή έμοιαζε μ’ αυτή γύρω από το Γουόρτσεστερ, με τη διαφορά ότι υπήρχε λιγότερο ελεύθερο έδαφος γύρω από το Καρλάιλ. Όμως οι δύο πόλεις, αν και είχαν παρόμοια ισχυρά τείχη, δεν θα μπορούσαν να διαφέρουν περισσότερο μεταξύ τους. Το Γουόρτσεστερ ήταν ένα σκοτεινό καταθλιπτικό φρούριο, με τείχη φτιαγμένα από γκρίζα και μαύρη πέτρα δεμένη με μαύρο σίδερο και τετράγωνους κοντόχοντρους πύργους με οδοντωτές επάλξεις. Το Καρλάιλ έμοιαζε περισσότερο με το Πρίνσταουν, μια φωτεινή πόλη με λευκά τείχη και ψηλές μυτερές στέγες. Οι πύργοι του ήταν στρογγυλοί, όχι τετράγωνοι, ενώ οι οχυρώσεις ακολουθούσαν με αρμονικές καμπύλες την ροή του Στράτον. Τεράστιες τοξωτές γέφυρες περνούσαν από τους δυο παραποτάμους, τον ανατολικό και τον δυτικό, ενώνοντας την κυρίως πόλη με μικρότερα κάστρα παρόμοια με το κεντρικό. Ήταν μια πόλη γεμάτη ομορφιά, ακόμη και αν την έβλεπες από μακριά, αλλά επίσης ένα ισχυρό οχυρό.

Ο Λούθιεν το αισθάνθηκε αυτό, μολονότι κοίταζε το Καρλάιλ από τρία χιλιόμετρα απόσταση. Φαντάστηκε την επίθεση στην πόλη, τα λευκά τείχη να γίνονται καφέ από το καυτό λάδι και κόκκινα από το χυμένο αίμα. Ένα ρίγος τον διαπέρασε. Το ταξίδι μέχρι το Καρλάιλ ήταν γεμάτο τρομερές μάχες στα βουνά, στις πεδιάδες, στο Γουόρτσεστερ, αλλά καμία δεν είχε προετοιμάσει τον Λούθιεν γι’ αυτή που θα ερχόταν σε λίγο — όμως ήξερε ότι θα ήταν πολύ χειρότερη.

«Έχεις δίκιο που φοβάσαι», είπε η Σιόμπαν, πλησιάζοντας με το άλογό της εκεί που καθόταν ο Λούθιεν καβάλα στον Ριβερντάνσερ.

«Είναι πανίσχυρο φρούριο».

«Θα πέσει», απάντησε η Σιόμπαν απλά.

Ο Λούθιεν την κοίταξε εξεταστικά. Πόσο διαφορετική έδειχνε τώρα έτσι όπως ήταν πλυμένη και καθαρή! Μετά τις μάχες την έβλεπες με τις κοτσίδες της κολλημένες στους ώμους από το αίμα των εχθρών της, με κανένα έλεος στα μάτια της παρά μόνο με τη φωτιά της πολεμικής ορμής. Ο Λούθιεν θαύμαζε αυτό το αδάμαστο πνεύμα και την αγαπούσε επειδή είχε την ικανότητα να κάνει πάντα ό,τι έπρεπε, να ξεχνά τα πιο τρυφερά της συναισθήματα στις ώρες που θα αποτελούσαν αδυναμία.

Ο Λούθιεν τόλμησε να φανταστεί τον εαυτό του και την Κατρίν, τον Όλιβερ και την Σιόμπαν, να ταξιδεύουν αναζητώντας περιπέτειες.

«Μην καθυστερείτε», ακούστηκε μια φωνή πίσω τους και, γυρίζοντας, είδαν να πλησιάζει ο Μπριντ’Αμούρ. «Ο Μπέλικ έχει στρωθεί ήδη στη δουλειά, πρέπει λοιπόν κι εμείς να οργανωθούμε».

«Πιστεύεις ότι ο Γκρινσπάροου θα βγει από την τρύπα του;» ρώτησε με αμφιβολία η Σιόμπαν.

«Εγώ θα έβγαινα αν ήμουν στη θέση του», απάντησε ο Μπριντ’Αμούρ. «Πρέπει να ξέρει πια για τους στόλους που πλησιάζουν. Είναι σίγουρο ότι γνωρίζει για τους Χιούγκοθ, ενώ θα έχει δει επίσης με τη μαγική του όραση την προέλαση της δεύτερης στρατιάς μας, που κατεβαίνει από τα βορειοανατολικά. Εγώ στη θέση του θα έβγαινα με όλες μου τις δυνάμεις», κατέληξε ο Μπριντ’Αμούρ.