Выбрать главу

Ο Λούθιεν κοίταξε πάλι τα ψηλά τείχη του Καρλάιλ που άστραφταν στον απογευματινό ήλιο. Το σκεπτικό του Μπριντ’

Αμούρ ήταν σωστό, όπως συνήθως, γι’ αυτό έπρεπε να πάρουν κάθε δυνατή προφύλαξη.

Έτσι, έσκαψαν χαρακώματα οργανώνοντας επίσης ομάδες ανιχνευτών, ενίσχυσαν τις φρουρές γύρω από το στρατόπεδο και κοιμήθηκαν δίπλα στα όπλα τους, ιδιαίτερα οι νάνοι, που έπεσαν για ύπνο φορώντας πλήρη πολεμική εξάρτηση.

Ουσιαστικά δεν περίμεναν να συμβεί τίποτα μέχρι τα επόμενα χαράματα. Οι Κυκλωπιανοί απέφευγαν να πολεμούν στο σκοτάδι, όπως άλλωστε και οι άνθρωποι και οι νάνοι. Τα ξωτικά όμως, με την οξεία όρασή τους, δεν δυσκολεύονταν στη νυχτερινή μάχη, γι’ αυτό συχνά μάλιστα την προτιμούσαν.

Το ίδιο και οι δράκοντες.

Ο Γκρινσπάροου βγήκε από το Καρλάιλ καθώς περνούσαν τα μεσάνυχτα, αθόρυβα και χωρίς επισημότητες. Όταν απομακρύνθηκε από την πόλη, ο βασιλιάς κάλεσε τον άλλο εαυτό του, τον μεγάλο δράκο Ντανσαλιγκνάτιους, το θηρίο με το οποίο είχε ενωθεί πριν από αιώνες στο Σόλτγουος. Ο βασιλιάς άρχισε να αλλάζει, να μεγαλώνει. Έγινε πελώριος, μαυροπράσινος, άπλωσε τα νυχτεριδίσια φτερά του και υψώθηκε στον νυχτερινό ουρανό.

Λίγα λεπτά αργότερα έκανε το πρώτο του πέρασμα πάνω από το εριαντοριανό στρατόπεδο ξερνώντας φωτιά.

Οι εισβολείς δεν αιφνιδιάστηκαν όμως, αφού είχαν για φρουρούς ξωτικά που παρακολουθούσαν γη και ουρανό. Μια βροχή από βέλη χτύπησε τον δράκοντα, ενώ ο Μπριντ’Αμούρ, ο οποίος είχε ξεκουραστεί αυτές τις δέκα μέρες που έκανε ο στρατός για να φτάσει από το Γουόρτσεστερ, αλλά και στη διάρκεια της βδομάδας που είχαν μείνει στην κυριευμένη πόλη, εξαπέλυσε μια σειρά από κεραυνούς, έναν γαλάζιο, μετά έναν κόκκινο, κατόπιν έναν κίτρινο και τέλος έναν εκτυφλωτικό λευκό που φώτισε όλο τον ουρανό.

Ο Ντανσαλιγκνάτιους, αφού δέχτηκε τα χτυπήματα, ένα, δύο, τρία, τέσσερα, έφυγε πετώντας βόρεια με τα λέπια του να καπνίζουν και τα μάτια του να καίνε. Παρηγορήθηκε όμως με την καταστροφή που άφηνε πίσω του, μια γραμμή φωτιάς και μια χορωδία από ουρλιαχτά αγωνίας. Όταν έφτασε κάμποσο μακριά από το στρατόπεδο έστριψε δυτικά και αμέσως μετά γύρισε νότια για να κάνει ένα δεύτερο πέρασμα.

Αντιμετώπισε πάλι μια βροχή από βέλη και τους κεραυνούς του μάγου, αλλά κατάφερε να περάσει πάνω από το στρατόπεδο σκοτώνοντας πολεμιστές και καίγοντας τη γη.

Δεν θα έκανε τρίτο πέρασμα καθώς ήταν κιόλας κουρασμένος, γεμάτος πληγές. Μπήκε στην πόλη ικανοποιημένος όμως, γιατί τα δικά του τραύματα θα επουλώνονταν γρήγορα, ενώ οι δεκάδες που είχε σκοτώσει θα έμεναν για πάντα νεκροί.

Η επόμενη μέρα ξημέρωσε γκρίζα και καταθλιπτική ταιριάζοντας με τη διάθεση στο εριαντοριανό στρατόπεδο. Πολλοί είχαν πεθάνει από την επίθεση του δράκοντα, ανάμεσά τους πάνω από εκατό νάνοι, ενώ υπήρχαν δεκάδες τραυματίες με φριχτές πληγές.

Οι Εριαντοριανοί προετοιμάστηκαν για επίθεση, με την υποψία ότι η εμφάνιση του δράκου ήταν ένας προάγγελος μιας εξόρμησης της φρουράς της πόλης. Περίμεναν να ανοίξουν από στιγμή σε στιγμή οι πύλες του Καρλάιλ και να ξεχυθεί από μέσα η φρουρά που, σύμφωνα με τις αναφορές, αριθμούσε πάνω από είκοσι χιλιάδες στρατιώτες.

Αυτή την πρόθεση είχε όντως ο Γκρινσπάροου, αλλά ματαίωσε τα σχέδιά του ενώ αντίθετα το ηθικό των Εριαντοριανών αναπτερώθηκε, όταν το ποτάμι νότια του Καρλάιλ γέμισε ξαφνικά από πανιά! Δεκάδες πανιά, εκατοντάδες πανιά που πλησίαζαν στην πόλη.

Η Σιόμπαν είδε τη σημαία του Εριαντόρ, ο Μπριντ’Αμούρ πρόσεξε την πράσινη σημαία με το λευκό περιθώριο του Μπαράντουιν και ο Λούθιεν διέκρινε τον αφρό από τα κουπιά των Χιούγκοθ.

«Θα βγει πάλι ο δράκος και θα τα κάψει μέσα στο ποτάμι», είπε ο Λούθιεν.

Ο Μπριντ’Αμούρ δεν ήταν τόσο σίγουρος. «Δεν πιστεύω ότι ο εχθρός μας έχει αποκαλυφθεί στους υπηκόους του», είπε. «Νομίζεις ότι οι κάτοικοι του Καρλάιλ ξέρουν ότι έχουν έναν τρομερό κι απαίσιο δράκο για βασιλιά;»

«Αλλά μπορεί να βγει», επέμεινε ο Λούθιεν, «και μετά να πει ότι ήταν κόλπο κάποιου μάγου».

«Τότε, ας ελπίσουμε ότι χτες βράδυ τον τραυματίσαμε σοβαρά, οπότε δεν θα βγει», είπε σκυθρωπή η Σιόμπαν.

Τα πρώτα πλοία, χωρίς να κόψουν καθόλου ταχύτητα, πέρασαν κάτω από τις ψηλές γέφυρες ανατολικά του Καρλάιλ. Οι γέφυρες ήταν γεμάτες Κυκλωπιανούς που πετούσαν λόγχες και πέτρες, αλλά τα πλοία συνέχισαν την πορεία τους ανταποδίδοντας τις βολές και καθαρίζοντας μεγάλα τμήματα κάθε γέφυρας με μια βροχή από βέλη. Από τα τείχη του Καρλάιλ και από το μικρότερο φρούριο στην ανατολική όχθη του ποταμού ήρθαν μπάλες από καταπέλτη. Ένα πλοίο χτυπήθηκε σε αρκετά σημεία και βούλιαξε.