Выбрать главу

Όμως, τα πιο ευέλικτα πλοία των Χιούγκοθ έσπευσαν αμέσως σε κείνο το σημείο, έβγαλαν τους ναυαγούς από το νερό και μετά έστριψαν γρήγορα βόρεια με τα κουπιά τους να δουλεύουν ασταμάτητα.

Παρά το ρεύμα του Στράτον, που σε μερικά σημεία ήταν τρομερά δυνατό, τα πλοία πέρασαν από την επικίνδυνη ζώνη πολύ γρήγορα για να καταφέρουν οι υπερασπιστές του Καρλάιλ να τους προκαλέσουν σοβαρές βλάβες. Όσο για τον δράκο, δεν εμφανίστηκε, σαν να είχαν εισακουστεί οι προσευχές των Εριαντοριανών. Το ένα τρίτο σχεδόν του στόλου συνέχισε την πορεία του, με την πλώρη των πλοίων να υψώνεται ψηλά στο νερό. Πού και πού έρχονταν βολές από καταπέλτες, αλλά τις περισσότερες φορές έπεφταν στο νερό χωρίς να προκαλέσουν ζημιές, έτσι ώστε γρήγορα τα πλοία βγήκαν έξω από την ακτίνα βολής των Κυκλωπιανών.

Ο Λούθιεν, καθώς είδε το πλατύ χαμόγελο που είχε απλωθεί στο πρόσωπο της Σιόμπαν, ακολουθώντας το λαμπερό της βλέμμα κοίταξε ένα από τα πρώτα πλοία, ένα σκάφος του Μπαράντουιν που έμοιαζε να κάνει αγώνα δρόμου με ένα πλοίο των Χιούγκοθ. Τα δύο πλοία ήταν ακόμη πολύ μακριά για να φαίνονται μεμονωμένα άτομα, ακόμη και για την οξεία όραση της Σιόμπαν, με εξαίρεση ένα παράξενο περίγραμμα.

«Είναι πάνω στο πόνι του!» φώναξε ο Λούθιεν.

«Θέλει πάντα να είναι το επίκεντρο», κάγχασε η Σιόμπαν.

Ο Λούθιεν χαμογέλασε πλατιά καθώς προσπάθησε ξανά να φανταστεί την Σιόμπαν με τον Όλιβερ.

Οι στρατιώτες ζητωκραύγασαν καθώς τα πλοία έφτασαν σε ένα πλατύ, προστατευμένο σημείο του ποταμού όπου μπορούσαν να ρίξουν άγκυρα, ενώ τα σκάφη των Χιούγκοθ και μερικά πιο μικρά σκάφη του Μπαράντουιν προσέγγιζαν ήδη την όχθη. Οι ναύτες τους πέταξαν σχοινιά, οι στρατιώτες τα έδεσαν και οι δυο δυνάμεις ενώθηκαν.

«Λούθιεν!» Η γνωστή φωνή έκανε την καρδιά του νέου να χτυπήσει δυνατά. Όλες αυτές τις βδομάδες του πολέμου είχε υποχρεωθεί να πνίγει τους φόβους του για την αγαπημένη του Κατρίν έχοντας εμπιστοσύνη στις ικανότητές της. Τώρα αυτή η εμπιστοσύνη ανταμείφθηκε καθώς η Κατρίν Ο’ Χέιλ, ηλιοκαμένη από τις μέρες στη θάλασσα αλλά κατά τα άλλα μια χαρά, κατέβηκε τρέχοντας από τη σκάλα της ναυαρχίδας του Μπαράντουιν, του πλοίου του δούκα Άσανον Μακλένι. Αφού πέρασε μέσα από τον κόσμο, έπεσε στην ανοιχτή αγκαλιά του Λούθιεν φιλώντας τον στα χείλη.

Ο Λούθιεν έγινε κατακόκκινος ακούγοντας τα γιουχαίσματα και τις ζητωκραυγές γύρω του, αλλά αυτό έκανε την Κατρίν να του δώσει ένα ακόμη πιο παθιασμένο φιλί.

Οι ζητωκραυγές μετατράπηκαν σε γέλια που τράβηξαν την προσοχή του αγκαλιασμένου ζευγαριού. Στρεφόμενοι είδαν τον Όλιβερ, πάντα πάνω στον Θρεντμπέαρ, να κατεβαίνει από τη μακριά σκάλα του πλοίου.

«Το άλογό μου αγαπάει πολύ το νερό», εξήγησε ο χάφλινγκ. Αυτό μπορεί να ήταν αλήθεια, αλλά το άλογό του, όπως και όλοι όσοι κατεβαίνουν από ένα πλοίο μετά από μερικές βδομάδες στη θάλασσα, έπρεπε να συνηθίσει πάλι το περπάτημα στη στεριά. Ο Θρεντμπέαρ κατέβηκε δυο βήματα, έκανε ένα βήμα στο πλάι, μετά άλλα δύο από την άλλη μεριά κινδυνεύοντας να πέσει από τη σκάλα. Συνέχισε να παραπατά πηγαίνοντας από τη μια μεριά της σκάλας στην άλλη, κατεβαίνοντας προς τη στεριά με ένα αργό ζικ-ζακ.

Ο Όλιβερ, προσπαθώντας να φαίνεται ήρεμος κι ατάραχος παρ’ όλα αυτά, παρότρυνε τον Θρεντμπέαρ να προχωρήσει ενώ συγχρόνως προσευχόταν να μην τον πετάξει στο νερό μπροστά σε τόσο κόσμο. Τελικά κατάφερε να οδηγήσει το πόνι στη στεριά μέσα σε μια χορωδία από ζητωκραυγές.

«Παιχνιδάκι!» φώναξε ο χάφλινγκ με μια θριαμβευτική στράκα των δαχτύλων του. Πέρασε το πόδι πάνω από τη σέλα και πήδησε στο έδαφος.

Δυστυχώς όμως, είχαν συνηθίσει και τα δικά του πόδια στην ασταμάτητη κίνηση του πλοίου, έτσι αμέσως παραπάτησε προς τα αριστερά, μετά έκανε τρία βήματα πίσω, μετά δεξιά, μετά πάλι πίσω. Προσπάθησε απελπισμένα να αρπαχτεί από την ουρά του Θρεντμπέαρ που ήταν όμως πολύ μικρή και αραιή, οπότε γλίστρησε και βρέθηκε καθισμένος μέσα στο νερό.

Οι ζητωκραυγές έγιναν ασυγκράτητα γέλια, ενώ δυο στρατιώτες έτρεχαν να τον σηκώσουν.

«Επίτηδες το έκανα», επέμεινε ο χάφλινγκ.

Αυτό προκάλεσε ακόμη πιο δυνατά γέλια, τα οποία σταμάτησαν όμως ξαφνικά και μετατράπηκαν σε ψιθύρους όταν τον πλησίασε η Σιόμπαν. Εδώ και βδομάδες κυκλοφορούσαν φήμες γι’ αυτούς τους δύο, έτσι τώρα όλοι ήθελαν να δουν τι θα έκανε η Σιόμπαν. Περισσότερο απ’ όλους ήθελαν να δουν ο Λούθιεν και η Κατρίν, ενώ ο Όλιβερ φυσικά την κοίταζε με διάπλατα μάτια.