Выбрать главу

«Καλωσόρισες», είπε αυτή. Έσφιξε το χέρι του Όλιβερ, τον φίλησε στο μάγουλο και απομακρύνθηκαν μαζί.

Το πλήθος φάνηκε να απογοητεύεται.

Οι υποδοχές ήταν αναγκαστικά σύντομες καθώς έπρεπε να γίνουν πολλά σχέδια και να συντονιστούν πολλές ενέργειες. Το Καρλάιλ δεν είχε πέσει ακόμη, και η απλή άφιξη των ενισχύσεων δεν άλλαζε αυτό το γεγονός.

Οι αρχηγοί συναντήθηκαν μέσα σε μια ώρα: ο Μπριντ’Αμούρ, ο Μπέλικ, ο γέρο-Ντόζιερ και ο Άσανον, μαζί με τον Λούθιεν, την Σιόμπαν, την Κατρίν και τον Όλιβερ. Ο Μπριντ’Αμούρ είχε συνεννοηθεί με τον Ίθαν να κρατήσει για λίγο μακριά τον βασιλιά Άσμουντ, για να μπορέσει να μιλήσει πρώτα με τους πιο κοντινούς συμβούλους του, αλλά και με τον δούκα Άσανον που αποτελούσε ακόμη ένα μικρό μυστήριο.

Στην αρχή μίλησαν κυρίως ο Άσανον και η Κατρίν εξηγώντας με λεπτομέρειες τα της ναυμαχίας, με τον Όλιβερ να προσθέτει διαρκώς λεπτομέρειες από τα ηρωικά του κατορθώματα.

«Ο αβονιανός στόλος δεν μας επιτέθηκε νότια του Νιουκάστλ όπως περιμέναμε», είπε η Κατρίν.

Ο Μπριντ’Αμούρ την κοίταξε ανήσυχος, αλλά η Κατρίν τον καθησύχασε.

»Διαθέταμε μεγάλη αριθμητική υπέροχη κι αυτοί όπως φαίνεται δεν είχαν κουράγιο για μάχη, ιδιαίτερα όταν εμφανίστηκαν τα πλοία των Χιούγκοθ μπροστά από τον ανατολικό μας στόλο», του εξήγησε. «Γυρίζοντας νότια, βγήκαν στην Γασκόνη όπου ζήτησαν άσυλο».

«Το οποίο τους έδωσαν οι Γασκόνοι», πρόσθεσε ο Άσανον. «Αλλά όχι χωρίς παραχωρήσεις».

Ο Όλιβερ ξερόβηξε δυνατά κι ο Άσανον του έδωσε τον λόγο.

«Μίλησα με τους συμπατριώτες μου», εξήγησε ο χάφλινγκ. «Έδωσαν άσυλο στους Αβονιανούς, αλλά με την προϋπόθεση να δηλώσουν ουδετερότητα. Ο στόλος του Γκρινσπάροου είναι τώρα έξω από τον πόλεμο».

«Πολύ ευπρόσδεκτα νέα», είπε ο Μπριντ’Αμούρ. «Πολύ ευπρόσδεκτα!»

Κοιτάχτηκαν όλοι χαμογελώντας, εκτός από την Κατρίν. «Άκουσα για μια δύναμη πέντε χιλιάδων ανδρών που κατεβαίνει από τον βορρά», είπε σοβαρή.

«Είναι η δούκισσα Ντιάνα Γουέλγουορθ και η φρουρά του Μάνινγκτον», της εξήγησε ο Λούθιεν, και από τον τόνο του η Κατρίν κατάλαβε ότι δεν ήταν εχθροί τους.

«Η Ντιάνα είναι φίλη», την διαβεβαίωσε ο Άσανον. «Και, το σημαντικότερο, είναι ορκισμένη εχθρός του Γκρινσπάροου».

Η συνάντηση ήταν εξαιρετική, γεμάτη αισιοδοξία. Τώρα που οι δυνάμεις της εισβολής έφταναν μία-μία στο Καρλάιλ, ο Λούθιεν και όλοι οι άλλοι τολμούσαν πια να ελπίζουν σε μια νίκη.

Οι ελπίδες τους μεγάλωσαν ακόμη περισσότερο την αυγή όταν έφτασε η Ντιάνα Γουέλγουορθ με τον στρατό της, ενώ το ίδιο απόγευμα φάνηκαν οι πρώτοι καβαλάρηδες από τα βορειοανατολικά με την Καϊρίν Κάλθγουεϊν ανάμεσά τους. Ήταν η εμπροσθοφυλακή του δεύτερου εριαντοριανού στρατού, που η δύναμή του είχε μεγαλώσει αφότου έφυγε από το Τείχος του Μαλπουισάν.

Το μεσημέρι της επόμενης μέρας ο Μπριντ’Αμούρ θα είχε πενήντα χιλιάδες στρατιώτες γύρω από το Καρλάιλ, με γραμμές εφοδιασμού που απλώνονταν σε όλο το Άβον και με την γόνιμη νότια ακτή ανοιχτή στα πλοία του.

Υπήρχε μόνο μια δυσαρεστημένη φωνή ανάμεσα στους συμμάχους του Εριαντόρ, ο βασιλιάς των Χιούγκοθ, που δεν μπορούσαν να τον κρατήσουν άλλο απομονωμένο.

Ο Λούθιεν, συνοδεύοντας τον Μπριντ’Αμούρ όταν ο βασιλιάς πήγε στο πλοίο του Άσμουντ, δεν πρόσεξε σχεδόν κανέναν άλλο εκτός από τον αδελφό του. Ο Ίθαν του έσφιξε το χέρι μα δεν χαμογέλασε, ενώ τα μάτια του παρέμειναν ανέκφραστα. Μετά από τόσες βδομάδες κοινού αγώνα, ο Ίθαν ήταν εξίσου ψυχρός απέναντι του όσο και όταν πρωτοσυναντήθηκαν στο Κόλνσεϊ.

Μήπως ο αδελφός του δεν θα παραδεχόταν ποτέ ποιος πραγματικά είναι;

Δεν πρόλαβαν να συζητήσουν τα προσωπικά τους θέματα όμως, γιατί ο Άσμουντ πλησίασε τον Μπριντ’Αμούρ σαν μια μεγάλη απειλητική αρκούδα.

«Είμαστε πολεμιστές!» βρυχήθηκε ο βασιλιάς των Χιούγκοθ. «Και όμως καθόμαστε άπραγοι στα κύματα επί βδομάδες και μας φέρνουν τρόφιμα εριαντοριανά πλοία που πιάνουν στις ακτές του Άβον!»

«Δεν μπορούσαμε να αποκαλύψουμε…» άρχισε να λέει ο Μπριντ’Αμούρ, αλλά ο Άσμουντ τον σταμάτησε.

«Πολεμιστές!» βρυχήθηκε πάλι ο βάρβαρος και κοίταξε τον Τόριν Ρόγκαρ που έστεκε δίπλα του, σαν να ζητούσε υποστήριξη.

Ο πελώριος Χιούγκοθ συμφώνησε με ένα γρύλλισμα. «Έχω πολλές μέρες να σηκώσω τη λόγχη μου», παραπονέθηκε. «Ακόμα και τα πολεμικά πλοία του Άβον το έσκασαν όταν μας είδαν, αρνήθηκαν να πολεμήσουν».

Ο Μπριντ’Αμούρ προσπάθησε να δείξει κατανόηση, κατά βάθος όμως, μετά τις μάχες που είχαν δώσει οι δυνάμεις του από το Κάερ Μακντόναλντ μέχρι το Καρλάιλ, αυτή η λαχτάρα για αίμα άφηνε μια πικρή γεύση στο στόμα του. Ο βασιλιάς του Εριαντόρ, μην έχοντας έτσι κι αλλιώς μεγάλη συμπάθεια για τους Χιούγκοθ, για μια στιγμή σκέφτηκε σοβαρά να κάνει το χατίρι του Άσμουντ, να ρίξει τον βασιλιά των Χιούγκοθ και τους βάρβαρους πολεμιστές του ενάντια στα τείχη του Καρλάιλ.