Выбрать главу

Ο Γκρινσπάροου έδειξε έκπληξη αλλά δεν αιφνιδιάστηκε όταν είδε την αχνή μορφή του γέρο-μάγου να αιωρείται μπροστά στον θρόνο του.

«Ήλθες να με επιπλήξεις;» γρύλλισε ο βασιλιάς του Άβον. «Να μου μιλήσεις για τα σφάλματά μου;»

Η απάντηση του Μπριντ’Αμούρ ήταν ένα κύμα από κόκκινες σπίθες που έκαιγαν όχι το υλικό σώμα του Γκρινσπάροου αλλά την ψυχή του. Μια στιγμή αργότερα ο Γκρινσπάροου βγήκε από το σώμα του και όρμησε σαν πνεύμα πια κι αυτός για να συγκρουστεί με τον Μπριντ’Αμούρ. Και έτσι άρχισαν να πολεμούν όπως είχε πολεμήσει ο Μπριντ’Αμούρ με τον Πάραγκορ, αλλά σε πνευματική μορφή. Η σύγκρουση συνεχίστηκε για πολλές ώρες. Οι μαγικές τους επιθέσεις δεν κατάφεραν να προκαλέσουν ουσιαστική βλάβη αλλά εξαντλούσαν και τους δύο και, όταν ο Μπριντ’Αμούρ διέκοψε τη σύνδεση το πρωί, ήταν εξουθενωμένος. Κάθισε στην άκρη του κρεβατιού του με σκυφτό το κεφάλι και σκαμμένο πρόσωπο.

Η Ντιάνα τον βρήκε σε αυτήν τη στάση. «Συναντήθηκες μαζί του», είπε αμέσως.

«Ναι», απάντησε ο Μπριντ’Αμούρ, «και είναι δυνατός. Όχι όμως όπως εμείς οι μάγοι, παλιά. Ο Γκρινσπάροου απέκτησε την εξουσία του με προδοσία, επειδή δεν μπορούσε να πάρει τον θρόνο με τη δύναμη και μόνο. Το ίδιο ισχύει και τώρα. Κυβερνά με σιδερένια πυγμή, αλλά αυτή η πυγμή δεν στηρίζεται στη μαγεία, ούτε καν στην άλλη μορφή του, αυτήν του δράκοντα, αλλά στους συμμάχους του, κυρίως τους Κυκλωπιανούς».

«Μην υποτιμάς τις δυνάμεις του», τον προειδοποίησε η Ντιάνα.

«Όχι, δεν τον υποτιμώ», απάντησε ο Μπριντ’Αμούρ. «Γι’ αυτό πήγα και συγκρούστηκα μαζί του, γι’ αυτό θα πάω πάλι απόψε και το επόμενο βράδυ και το μεθεπόμενο, αν χρειάζεται».

«Μπορείς να τον νικήσεις;»

«Όχι με αυτό τον τρόπο», της εξήγησε ο Μπριντ’Αμούρ, «γιατί πηγαίνω σαν πνεύμα μόνο. Αλλά τον απασχολώ και τον κουράζω! Αυτή η μάχη θα δοθεί με σπαθιά».

Τούτη η προοπτική άρεσε στην Ντιάνα πολύ περισσότερο από το ενδεχόμενο να υποχρεωθούν σε μια μαγική σύγκρουση με τον Γκρινσπάροου. Τώρα είχαν ενωθεί πέντε στρατιές ενάντια στο Καρλάιλ, ενώ η πολιορκημένη πόλη δεν είχε προοπτικές να πάρει ενισχύσεις από πουθενά.

Σε αυτή την κατάσταση, το μεγαλύτερο πλεονέκτημα των Εριαντοριανών ήταν οι νάνοι. Το Καρλάιλ είχε χτιστεί για να αντέξει στην έφοδο ενός στρατού, πιθανόν κυκλωπιανού, αλλά οι σχεδιαστές των τειχών δεν είχαν προβλέψει την πείρα των νάνων του Νταν Ντάροου στην κατασκευή υπόγειων στοών. Οι νάνοι δούλευαν ακούραστα με βάρδιες, έτσι το σκάψιμο δεν σταματούσε ποτέ. Κατέβηκαν πολύ βαθιά, κάτω από το ποτάμι, ώστε οι κάτοικοι της πόλης να μην τους ακούν καθώς έσκαβαν. Ο Άσανον δούλευε κι αυτός ασταμάτητα κρύβοντας με τη μαγεία του τη δουλειά των νάνων από τα μάτια του Γκρινσπάροου.

Την έκτη μέρα της πολιορκίας έγινε η πρώτη αποφασιστική σύγκρουση στην μικρότερη πόλη, στον ανατολικό παραπόταμο του Στράτον. Ο Άσμουντ ηγήθηκε μιας επίθεσης τον Χιούγκοθ από τα βόρεια έχοντας υποστήριξη από το ιππικό της Σιόμπαν και τους καβαλάρηδες του Έραντοχ. Αρκετά πλοία αψήφησαν τους καταπέλτες που χτυπούσαν και από τις δύο όχθες, για να πλησιάσουν την πόλη στα δυτικά, ενώ δύο χιλιάδες νάνοι με επικεφαλής των Σάγκλιν πέρασαν από τις υπόγειες στοές και βγήκαν μέσα στο φρούριο σε διάφορα στρατηγικά σημεία. Κάτι ακόμη πιο σημαντικό ήταν ότι τα τούνελ των νάνων είχαν εξασθενήσει τα θεμέλια του τείχους.

Το βόρειο τείχος, με το έδαφος από κάτω του να υποχωρεί, κατέρρευσε κάτω από το βάρος της επίθεσης, έτσι οι ασυγκράτητοι Χιούγκοθ και το ιππικό όρμησαν μέσα στην πόλη. Ο Λούθιεν, ο Όλιβερ και η Κατρίν, που βρίσκονταν ήδη μέσα έχοντας περάσει από τις στοές των νάνων, ξόδεψαν περισσότερο χρόνο βοηθώντας τους άμαχους και οδηγώντας τους σε ασφαλές μέρος παρά πολεμώντας, αφού ουσιαστικά δεν έγιναν πολλές μάχες. Η φρουρά εγκατέλειψε τη μικρή πόλη περνώντας από τις γέφυρες στο κεντρικό Καρλάιλ, σχεδόν αμέσως μόλις μπήκαν μέσα οι εισβολείς. Ο Γκρινσπάροου δεν εμφανίστηκε, εξαντλημένος ίσως από τις νυχτερινές του συγκρούσεις με τον Μπριντ’Αμούρ.

Κυρίευσαν τη μικρή πόλη μέσα σε μια ώρα και, πριν τελειώσει η μέρα, είχαν τοποθετήσει δική τους φρουρά σ’ όλα τα σημεία.

Η θηλιά γύρω από το Καρλάιλ έσφιξε ακόμη περισσότερο.

Το ίδιο εκείνο βράδυ, ο Λούθιεν και ο Όλιβερ, χρησιμοποιώντας τον πορφυρό μανδύα και την μαγική αρπάγη του χάφλινγκ, μια ρυτιδωμένη μπάλα που κολλούσε σε όλες τις επιφάνειες, μπήκαν απαρατήρητοι στο Καρλάιλ και περπάτησαν στους δρόμους της πόλης. Μπήκαν σε ταβέρνες, συναντήθηκαν με κόσμο σε δρομάκια ψιθυρίζοντας συνεχώς το όνομα της Ντιάνα Γουέλγουορθ, διαδίδοντας τη φήμη ότι ο στρατός εισβολής ανήκει στην πραγματικότητα στην νόμιμη βασίλισσα του Άβον.