Выбрать главу

Τα χαράματα ήχησαν χίλιες σάλπιγγες —σάλπιγγες του Εριαντόρ, των Χιούγκοθ, του Μάνινγκτον— και μετά η βροντή του ιππικού στο βορρά και στις πέτρινες ανατολικές γέφυρες, μαζί με τις κραυγές των στρατευμάτων που άρχιζαν την έφοδο.

Ο Λούθιεν ηγήθηκε την επίθεσης από τα βόρεια, ένα χτύπημα αντιπερισπασμού που απασχόλησε την τεράστια δύναμη των Κυκλωπιανών στο βόρειο τείχος του Καρλάιλ μέχρι να οργανωθούν οι νάνοι μέσα στην πόλη. Όταν το νότιο τείχος της πόλης κατέρρευσε σε κάμποσα σημεία, αμέσως άρχισε η επίθεση των Χιούγκοθ, με τον στρατό του Μπαράντουιν να ακολουθεί πίσω τους. Η Κατρίν ηγήθηκε η ίδια της επίθεσης στις οχυρωμένες γέφυρες.

Για περισσότερο από μια ώρα δεν κατάφεραν να κερδίσουν έδαφος. Ο Λούθιεν και οι δυνάμεις του ήταν κολλημένοι στα χωράφια προς βορρά, χωρίς να μπορούν να κάνουν ένα ρήγμα στο άθικτο βόρειο τείχος. Στον νότο, οι Χιούγκοθ του Άσμουντ συνάντησαν σθεναρή αντίσταση μόλις πέρασαν το τείχος, και οι καβαλάρηδες του Έραντοχ είχαν τρομερές απώλειες πάνω στις στενές γέφυρες. Τα νερά του Στράτον έγιναν κόκκινα, ενώ τα λευκά τείχη του Καρλάιλ γέμισαν από τα αίματα των υπερασπιστών και των εισβολέων.

Πέντε από τους ηγέτες των επιτιθέμενων στρατευμάτων, ο Μπριντ’Αμούρ, ο Μπέλικ, η Ντιάνα κι ο Άσανον μαζί με τον Μπαϊλίγουιν, επίτροπο του Τζάιμπι, παρακολουθούσαν από το κυριευμένο ανατολικό τμήμα εκείνη την τρομερή ώρα αναρωτούμενοι μήπως είχαν κάνει λάθος. «Μήπως υποτίμησα τον Γκρινσπάροου;» ρώτησε πολλές φορές ο Μπριντ’Αμούρ.

Μετά όμως ήρθε η κρίσιμη καμπή καθώς οι νάνοι του Μπέλικ, με επικεφαλής τον ατρόμητο Σάγκλιν, μπήκαν στην κύρια αυλή του τείχους ανοίγοντας τις τεράστιες βόρειες πύλες του Καρλάιλ. Τώρα η επίθεση του Λούθιεν ήταν πια ασυγκράτητη, ο νεαρός Μπέντγουιρ και οι δυνάμεις του ξεχύθηκαν μέσα στην πόλη κι απλώθηκαν προς όλες τις κατευθύνσεις σαν πυρκαγιά.

Ο Γκρινσπάροου παρακολουθούσε επίσης από έναν θάλαμο ψηλά στον ναό του Καρλάιλ. Ο δούκας Κρίσις είχε έρθει πολλές φορές την τελευταία ώρα για να τον διαβεβαιώσει ότι η πόλη αντέχει.

Μετά όμως ο Κυκλωπιανός στρατηγός ήρθε για να τον πληροφορήσει ότι η βόρεια πύλη έπεσε, κι ο Γκρινσπάροου κατάλαβε ότι ήταν ώρα να κινηθεί. Έδιωξε τον Κρίσις (ο Κυκλωπιανός έφυγε νιώθοντας ανακούφιση που απομακρυνόταν από τον επικίνδυνο, απρόβλεπτο τύραννο), και ανέβηκε μόνος του τη σκάλα του κεντρικού πύργου του ναού.

Από την κορυφή του πύργου ο Γκρινσπάροου είδε τα ερείπια της ζωής του. Είχαν ξεσπάσει μάχες σε όλα τα τμήματα της πόλης. Το βόρειο μέρος είχε πέσει και οι νάνοι έτρεχαν ανατολικά για να ανοίξουν τις γέφυρες, ενώ το ιππικό κάλπαζε στους δρόμους με κατεύθυνση το νότιο τείχος οπού διεξάγονταν άγριες μάχες.

«Ανόητοι όλοι», μουρμούρισε ο μάγος βασιλιάς.

Ο Γκρινσπάροου είδε μια ομάδα καβαλάρηδων προσέχοντας ιδιαίτερα έναν άνδρα πάνω σε κατάλευκο άλογο, με έναν πορφυρό μανδύα να ανεμίζει πίσω του.

«Τουλάχιστον αυτό», είπε ο Γκρινσπάροου και άρχισε να κινεί τα χέρια του στον αέρα αγγίζοντας αντίχειρα με αντίχειρα, μετά μικρό δάχτυλο με μικρό δάχτυλο, με τον ρυθμό του να επιταχύνεται βαθμιαία καθώς συγκέντρωνε τη μαγική του ενέργεια για να τελειώνει με την ενοχλητική Πορφυρή Σκιά μια για πάντα.

Αλλά πριν προλάβει να ολοκληρώσει το ξόρκι, έχασε την ισορροπία του κι έπεσε καθώς ολόκληρος ο πύργος τραντάχτηκε από μια τρομερή μαγική επίθεση.

Ο Γκρινσπάροου, κοιτάζωντας ανατολικά, διέκρινε πέρα από τον ποταμό τρεις μορφές: έναν γέρο μάγο με γαλάζιο χιτώνα και μεγάλο ραβδί βελανιδιάς στο χέρι, τον δούκα του Μπαράντουιν και την Ντιάνα Γουέλγουορθ. Ο Μπριντ’Αμούρ χτύπησε επανειλημμένα στέλνοντας κεραυνούς από το ραβδί του στα θεμέλια του πύργου. Η Ντιάνα και ο Άσανον δεν ήταν τόσο δυνατοί, αλλά επιτίθονταν κι αυτοί με όλη τους τη μαγική ενέργεια.

Ο πύργος ταλαντεύτηκε επικίνδυνα.

Ο Γκρινσπάροου κοίταξε γύρω του και είδε ότι είχε γίνει το επίκεντρο της προσοχής. Ακόμη και η Πορφυρή Σκιά με τους συντρόφους της είχαν σταματήσει την επίθεση δείχνοντας προς το μέρος του καβάλα στα άλογά τους.