Выбрать главу

«Ανόητοι, όλοι!» φώναξε ο Γκρινσπάροου και μετά, μπροστά στα μάτια όλων, ο βασιλιάς του Άβον αποκάλυψε την πραγματική του φύση. Αισθάνθηκε τον πόνο, το μαρτύριο καθώς τα μέλη του έτριζαν και μεγάλωναν, καθώς μερικά κόκαλα ενώθηκαν κι άλλα έσπασαν. Εκείνη η φριχτή φαγούρα απλώθηκε σε όλο του το σώμα από την κορυφή μέχρι τα νύχια, το δέρμα του σκίστηκε και παραμορφώθηκε, σκλήρυνε και μεταμορφώθηκε ενώ πρασινόμαυρα λέπια εμφανίστηκαν. Τώρα δεν ήταν πια ο Γκρινσπάροου. Ο Ντανσαλιγκνάτιους άπλωσε τα νυχτεριδίσια φτερά του. Μόλις που πρόλαβε, γιατί ο πύργος του ναού τραντάχτηκε πάλι και κατέρρευσε.

Σε όλη την πόλη υπερασπιστές και επιτιθέμενοι σταμάτησαν την μάχη για να δουν την πτώση του πύργου, για να δουν τον βασιλιά που είχε μετατραπεί σε δράκο να πετά πάνω από τα σύννεφα της σκόνης.

Ένας γαλάζιος κεραυνός ήρθε από την άλλη όχθη του ποταμού για να τραντάξει τον Γκρινσπάροου. Με ένα ουρλιαχτό πόνου, ο Δρακοβασιλιάς έκανε μια στροφή στον αέρα. Κυκλωπιανοί, Χιούγκοθ, Εριαντοριανοί και νάνοι, δεν είχε σημασία, εξοντώθηκαν από την πύρινη ανάσα του δράκου καθώς το θηρίο πέρασε πετώντας από πάνω τους. Το μέρος του τέρατος που ήταν ο Γκρινσπάροου ήθελε πάνω απ’ όλα να σκοτώσει την Πορφυρή Σκιά και μετά να στρίψει ανατολικά, να περάσει το ποτάμι και να κάψει με τη φωτιά του τους τρεις μάγους. Αλλά το άλλο μέρος του τέρατος, ο Ντανσαλιγκνάτιους, δεν μπορούσε να κάνει τέτοιες λεπτές διακρίσεις, καθώς είχε παρασυρθεί από τη φρενίτιδα της καταστροφής.

Όμως, τότε, καθώς οργανώθηκε η άμυνα ενάντια στον δράκοντα, καθώς άρχισαν να υψώνονται τείχη από βέλη σε κάθε του πέρασμα ενώ πολεμικά πλοία πλησίασαν για να εκτοξεύσουν μπάλες πίσσας και πέτρες εναντίον του και, καθώς το μπαράζ της μαγικής ενέργειας από την άλλη όχθη του ποταμού εντάθηκε, ο δρακοβασιλιάς είδε την καταστροφή, την απώλεια και κατάλαβε ότι ήταν ώρα να το σκάσει.

Ο Γκρινσπάροου πέταξε πάνω από το ποτάμι στέλνοντας μια τελευταία ριπή φωτιάς στο κτήριο όπου βρίσκονταν οι κύριοι αντίπαλοί του. Η Ντιάνα Γουέλγουορθ ήταν προετοιμασμένη όμως, έτσι δημιούργησε αμέσως μια προστατευτική σφαίρα σαν εκείνη που είχε χρησιμοποιήσει για να παγιδεύσει τον Μίστιγκαλ και τον Θέρεντον πάνω στο πλάτωμα. Και μολονότι ο χώρος μέσα στη σφαίρα ζεστάθηκε τρομερά, παρ’ όλο που το πρόσωπο του Μπέλικ γέμισε κόμπους ιδρώτα και ο Μπαϊλίγουιν κατέρρευσε γιατί δεν μπορούσε να πάρει ανάσα, όταν ο δρακοβασιλιάς απομακρύνθηκε προς τα ανατολικά, δεν είχε καταφέρει να βλάψει κανέναν.

«Το ’σκασε!» φώναξε ο Μπέλικ. «Παράτησε τον θρόνο και το ’σκασε!»

Με δάκρυα στα γαλάζια μάτια της η Ντιάνα αγκάλιασε θριαμβευτικά τον νάνο βασιλιά.

Ο Μπριντ’Αμούρ δεν ήταν τόσο χαρούμενος. Απομακρύνθηκε με μεγάλη βιασύνη φωνάζοντας στους άλλους να τον ακολουθήσουν. Τους οδήγησε στην κοντινότερη γέφυρα χρησιμοποιώντας όλες τις δυνάμεις του για να κάμψει την άμυνα στην άλλη πλευρά.

Δεν θέλησε να εξηγήσει τι συνέβαινε και οι άλλοι δεν τόλμησαν να επιμείνουν.

Κάπου νότια από εκείνο το σημείο ο Λούθιεν Μπέντγουιρ αισθάνθηκε έκπληκτος τον Ριβερντάνσερ να σταματά τόσο απότομα ώστε ο Όλιβερ, που ερχόταν πίσω του με τον Θρεντμπέαρ, κόντεψε να πέσει πάνω του. Η Σιόμπαν με την Κατρίν γύρισαν τα άλογά τους για να τον κοιτάξουν απορημένες.

Αλλά κι αυτός δεν ήξερε τι συμβαίνει. Δεν μπορούσε να κάνει τον Ριβερντάνσερ να προχωρήσει. Το άλογο έμεινε εντελώς ακίνητο για αρκετές στιγμές, δεν έδωσε καν σημασία όταν ο Θρεντμπέαρ του δάγκωσε την ουρά.

Μετά έστριψε ξαφνικά και, παρ’ όλο που ο Λούθιεν τραβούσε με δύναμη τα γκέμια, απομακρύνθηκε καλπάζοντας. «Προχωρήστε νότια!» φώναξε ο Λούθιεν, αλλά οι φίλοι του δεν είχαν σκοπό να τον αφήσουν μόνο τη στιγμή που δεν ήξεραν αν το άλογο τον πηγαίνει σε φίλους ή εχθρούς.

Ο δυνατός Ριβερντάνσερ γρήγορα ξεμάκρυνε από τα άλλα άλογα, όμως ο Λούθιεν ανάσανε με βαθιά ανακούφιση όταν το άλογο έστριψε σε ένα δρομάκι και εκεί βρήκε να τον περιμένει ο Μπριντ’Αμούρ με τους άλλους. Ο γέρο-μάγος, αφού του έκανε νόημα να κατεβεί από το άλογο, μετά άρχισε να ψιθυρίζει στο αφτί του Ριβερντάνσερ.

«Τι συμβαίνει;» ρώτησε ο Λούθιεν, αλλά η Ντιάνα τον τράβηξε παράμερα κάνοντάς του νόημα να περιμένει.

Ο Ριβερντάνσερ χλιμίντρισε και πήδησε ξαφνικά προσπαθώντας να τραβηχτεί μακριά. Αλλά ο Μπριντ’Αμούρ δεν τον άφησε και, έχοντας ολοκληρώσει το μαγικό ξόρκι πάνω στο άλογο, άρχισε να του μιλάει καθησυχαστικά.

Τα μάτια του Λούθιεν άνοιξαν διάπλατα —όπως επίσης του Όλιβερ, της Κατρίν και της Σιόμπαν που είχαν φτάσει στο μεταξύ στο δρομάκι— όταν τα πλευρά του Ριβερντάνσερ διογκώθηκαν και μεγάλωσαν. Το άλογο έβγαλε μια τρομερή κραυγή, ενώ ο Μπριντ’Αμούρ του ζητούσε συγγνώμη και του αγκάλιαζε το κεφάλι.