Η Κατρίν συνέχισε να τον κοιτάζει καθώς ο Λούθιεν έμεινε σε αυτήν τη στάση. Το ξίφος ήταν βαρύ, ιδιαίτερα όταν το κρατούσες οριζόντια και τόσο μακριά από το σώμα, αλλά το χέρι του Λούθιεν δεν έτρεμε. Τα μάτια της Κατρίν παρατηρούσαν τις πιο μικρές λεπτομέρειες επιμένοντας στα έντονα μάτια και στα μακριά κυματιστά μαλλιά του, με το βαθύ ξανθό χρώμα που είχε αρχίσει να παίρνει μια κοκκινωπή απόχρωση από τον ήλιο.
Η Κατρίν έφερε ενστικτωδώς το χέρι στα δικά της μαλλιά, που ήταν πυκνά και κόκκινα. Πόσο αγαπούσε τον Λούθιεν Μπέντγουιρ! Ήταν συνεχώς στη σκέψη της και στα όνειρά της, όνειρα που ήταν πάντα ευχάριστα όταν τον είχε στην αγκαλιά της. Την είχε αφήσει φεύγοντας από το Μπέντγουιντριν λίγο μετά από ένα τραγικό περιστατικό, στο οποίο σκοτώθηκε ο καλύτερός του φίλος. Ο Λούθιεν εκδικήθηκε τον φονιά και μετά εγκατέλειψε το νησί για να συναντήσει στον δρόμο του τον Όλιβερ ντε Μπάροους, “ληστή στο επάγγελμα”, όπως συνήθιζε να λέει ο χάφλινγκ. Ο δρόμος του τον οδήγησε τελικά στον Μπριντ’Αμούρ, που εκείνη την εποχή ζούσε απομονωμένος σε μια σπηλιά. Ο Μπριντ’Αμούρ είχε δώσει στον Λούθιεν τον κόκκινο μανδύα ξαναζωντανεύοντας έτσι τον θρύλο της Πορφυρής Σκιάς.
Ο ίδιος δρόμος οδήγησε τον Λούθιεν στη Σιόμπαν, την όμορφη Σιόμπαν που έγινε ερωμένη του.
Αυτό την πονούσε ακόμη πολύ, μολονότι είχε γίνει φίλη με την Σιόμπαν και η ίδια η μισοξωτική της είχε εκμυστηρευτεί ότι ο Λούθιεν αγαπούσε μόνο εκείνη, την Κατρίν. Στην πραγματικότητα η Σιόμπαν δεν απειλούσε πια τη σχέση της με τον Λούθιεν, αλλά η περήφανη Κατρίν δεν μπορούσε να διώξει εύκολα από τον νου της την εικόνα του Λούθιεν με την όμορφη πρώην ερωμένη του.
Θα το ξεπερνούσε όμως. Η Κατρίν ήταν αποφασισμένη να το ξεπεράσει και δεν αποτύγχανε ποτέ σε ό,τι αποφάσιζε να κάνει. Η Σιόμπαν ήταν φίλη της κι ο Λούθιεν ήταν πάλι εραστής της.
Και θα ήταν εραστής της για πάντα — της το είχε υποσχεθεί, και η Κατρίν πίστευε αυτό τον όρκο. Ήξερε ότι ο Λούθιεν την αγαπά όσο τον αγαπά κι η ίδια. Αλλά αυτή η αγάπη τής προκαλούσε ανησυχία τώρα, γιατί ο Λούθιεν ήταν φανερά εξαντλημένος. Αφού περνούσαν το Νταϊαμοντγκέιτ σήμερα για να βγουν στις ακτές του Μπέντγουιντριν, θα έφταναν στην Νταν Βάρνα μετά από τρεις ή τέσσερις μέρες.
Εκεί, όμως, ο Λούθιεν θα αντιμετώπιζε πάλι τον πατέρα του, τον Γκάχρις, τον πατέρα που αγαπούσε πολύ αλλά και τον άνθρωπο που τον είχε απογοητεύσει. Όταν δολοφονήθηκε ο φίλος του, ο Γκαρθ Ρόγκαρ, ο Λούθιεν είχε μάθει την αλήθεια για την τυραννία του Γκρινσπάροου. Έμαθε επίσης ότι ο πατέρας του δεν είχε το κουράγιο και τη γενναιότητα που απαιτούσαν οι περιστάσεις, αφού έστειλε τον μεγαλύτερο αδελφό του Λούθιεν να πεθάνει, επειδή ο ίδιος φοβόταν τον τρομερό και αδίσταχτο Γκρινσπάροου. Ήταν ένα χτύπημα από το οποίο δεν συνήλθε ποτέ ο Λούθιεν, ούτε καν όταν έφτασε η Κατρίν στο Κάερ Μακντόναλντ φέρνοντάς του το οικογενειακό σπαθί των Μπέντγουιρ μαζί με το νέο ότι ο Γκάχρις Μπέντγουιρ είχε προσχωρήσει επιτέλους στην επανάσταση.
«Πρέπει να ξεκινήσουμε αμέσως για να προλάβουμε το πρώτο πορθμείο», φώναξε η Κατρίν σπάζοντας την αυτοσυγκέντρωση του Λούθιεν. Γύρισε και την κοίταξε αφήνοντας τους μύες του να χαλαρώσουν και την αιχμή του Τυφλωτή να χαμηλώσει. Απάντησε με ένα απλό νεύμα, χωρίς να ξαφνιαστεί ούτε από τη διακοπή ούτε από την συμβουλή της Κατρίν.
Από τη στιγμή που μαθεύτηκε στο Κάερ Μακντόναλντ ότι ο Γκάχρις είναι άρρωστος, η Κατρίν πίεζε τον Λούθιεν να ταξιδέψουν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν. Ήξερε ότι ο Λούθιεν έπρεπε να δει τον πατέρα του πριν πεθάνει, για να προλάβει να συμφιλιωθεί μαζί του, αλλιώς μπορεί να μην έβρισκε ποτέ γαλήνη μέσα του.
Αποφασισμένη να προλάβουν το πορθμείο —αν το έχαναν θα έπρεπε να περιμένουν πολλές ώρες για το επόμενο— η Κατρίν έτρεξε να μαζέψει τα σκεπάσματά της, ενώ ο Λούθιεν πήγε να ετοιμάσει τα άλογα. Ξεκίνησαν σε μερικά λεπτά καλπάζοντας προς τα δυτικά.
Το Νταϊαμοντγκέιτ ήταν πολύ διαφορετικό απ’ ό,τι το θυμόταν ο Λούθιεν. Είχε πάρει το όνομά του από το επίπεδο νησί που είχε σχήμα διαμαντιού, ουσιαστικά μια μαύρη πέτρα εκατό μέτρα από την ακτή, στα μισά της απόστασης από το νησί. Εδώ πηγαινοέρχονταν τα πορθμεία που συνέδεαν τη στεριά και το Μπέντγουιρ, δύο μαούνες φτιαγμένες από νάνους, οι οποίες προχωρούσαν αργά-αργά πάνω στο σκοτεινό φουρτουνιασμένο νερό συρόμενες από χοντρά σχοινιά. Ήταν υπέροχες κατασκευές, επίπεδες, ανοιχτές και τεράστιες αλλά τόσο τέλεια φτιαγμένες ώστε ένας άνδρας μπορούσε μόνος του να γυρίσει τη μανιβέλα που τις κινούσε, όσο φορτωμένες κι αν ήταν. Η μία μαούνα λειτουργούσε πάντα, εκτός αν είχε πολύ κακό καιρό ή αν υπήρχαν φάλαινες στον πορθμό, ενώ η άλλη παρέμενε αραγμένη για συντήρηση, κάτι απόλυτα απαραίτητο για ένα σκάφος που διέσχιζε τα σκοτεινά, επικίνδυνα νερά γύρω από το νησί Μπέντγουιντριν.