Выбрать главу

Μετά, οι δυο γενναίοι πολεμιστές ξεκίνησαν, με τον Ριβερντάνσερ, εξίσου δυνατό στην πτήση όσο και στον καλπασμό, να ανεβαίνει ψηλά πάνω από την πόλη και τις μάχες που μαίνονταν στους δρόμους της. Γρήγορα άφησαν το Καρλάιλ πίσω τους, ενώ από κάτω φάνηκαν τα χωράφια του Άβον.

Το Σόλτγουος τους περίμενε.

30

Ο Δρακοβασιλιάς

Ένα γκρίζο, μουντό πρωινό υποδέχτηκε τους δυο συντρόφους καθώς το φτερωτό άλογο προσγειώθηκε σε ένα σημείο με μαλακό έδαφος σκεπασμένο με βρύα. Πετούσαν όλο το απόγευμα και τη νύχτα ίσια προς τα ανατολικά, αλλά δεν είχαν δει πουθενά τον δράκοντα.

Ο Λούθιεν δεν ήταν σίγουρος αν είχαν ακολουθήσει σωστή πορεία. Μπορεί ο Γκρινσπάροου να μην είχε πάει στο Σόλτγουος αλλά να πέταξε απλώς έξω από το Καρλάιλ για να ξεκουραστεί και να ξαναριχτεί στη μάχη.

Ο Μπριντ’Αμούρ όμως ήταν κατηγορηματικός. «Ο Γκρινσπάροου ξέρει ότι χάθηκαν όλα», είπε. «Αποκάλυψε την πραγματική μορφή του στον κόσμο, και οι κάτοικοι του Άβον δεν θα τον δεχτούν ποτέ πια για βασιλιά τους. Όχι, είναι σίγουρο ότι ο δράκοντας γύρισε στον βάλτο, στο σπίτι του».

Η σιγουριά του Μπριντ’Αμούρ ήταν παρήγορη, αλλά ο Λούθιεν ήξερε ότι δεν θα ήταν εύκολο να βρουν τον Γκρινσπάροου στην περιοχή του. Το Σόλτγουος ήταν ένας τεράστιος θρυλικός βάλτος, γνωστός ακόμη και στο Εριαντόρ. Κάλυπτε γύρω στα σαράντα χιλιάδες τετραγωνικά χιλιόμετρα νοτιοανατολικά του Άβον. Σε πολλά σημεία στην ανατολική πλευρά του δεν ήταν ξεκάθαρο πού τελειώνει ο βάλτος και πού άρχιζε η θάλασσα Ντόρσαλ, ενώ στα δυτικά, εκεί όπου είχαν προσγειωθεί τώρα, η βλάστηση ήταν πυκνή και σκοτεινή, γεμάτη επικίνδυνα πλάσματα κι απύθμενα τέλματα.

Ο Λούθιεν δεν ήθελε να μπει εκεί μέσα, η σκέψη να εισδύσει στον βάλτο αναζητώντας έναν δράκοντα του ήταν σχεδόν αφόρητη.

Ο Μπριντ’Αμούρ όμως ήταν αποφασισμένος. «Ξεκουράσου τώρα», είπε στον Λούθιεν. «Εγώ πρέπει να εντοπίσω τον Δρακοβασιλιά με μερικά ξόρκια και να ενισχύσω την μαγεία στον Ριβερντάνσερ. Θα βρούμε τον Γκρινσπάροου πριν δύσει ο ήλιος».

«Και τι θα κάνουμε τότε;» ρώτησε ο Λούθιεν.

Ο Μπριντ’Αμούρ ακούμπησε στο φτερωτό άλογο προσπαθώντας να βρει μια λογική απάντηση. «Δεν ήθελα να έρθεις», είπε τελικά. «Δεν νομίζω να μπορείς να με βοηθήσεις πολύ ενάντια σε κάποιον σαν τον Γκρινσπάροου, άλλωστε δεν ξέρω καν αν μπορώ να τον νικήσω».

«Τότε γιατί είμαστε εδώ μόνο οι δυο μας;» ρώτησε ο Λούθιεν. «Γιατί δεν είμαστε στο Καρλάιλ, να ολοκληρώσουμε την κατάληψη της πόλης, να βοηθήσουμε την Ντιάνα ν’ ανεβεί στο θρόνο;»

Ο Μπριντ’Αμούρ ενοχλήθηκε από τον κοφτό τόνο του Λούθιεν. «Το έργο μας δεν θα ολοκληρωθεί παρά μόνο όταν εξοντωθεί ο Γκρινσπάροου», απάντησε.

«Μα μόλις είπες…» άρχισε να διαμαρτύρεται ο Λούθιεν.

«…Ότι μπορεί να μην έχω τη δύναμη να τον νικήσω», αποτελείωσε τη φράση του ο Μπριντ’Αμούρ με τα μάτια του να αστράφτουν επικίνδυνα. «Έτσι είναι. Αλλά τουλάχιστον μπορώ να τον βλάψω, και άσχημα μάλιστα. Όχι, νεαρέ μου φίλε, δεν μπορεί να τελειώσει το έργο μας στο Καρλάιλ αν δεν αντιμετωπίσουμε την πραγματική αιτία της πτώσης του Άβον. Θα μπορούσαμε να νικήσουμε την κυκλωπιανή φρουρά, να ξεσηκώσουμε τον λαό της πόλης για να υποστηρίξει την Ντιάνα —και σίγουρα αυτό συμβαίνει ήδη αυτήν τη στιγμή που μιλάμε. Τι θα γινόταν μετά όμως; Αν παίρναμε τους στρατιώτες μας και γυρίζαμε πίσω στο Εριαντόρ, θα ήταν ασφαλής η Ντιάνα με τον Γκρινσπάροου να καραδοκεί μερικές δεκάδες χιλιόμετρα από το Καρλάιλ;

Ο Λούθιεν δεν είχε άλλα επιχειρήματα.

»Θα προχωρήσω στον βάλτο αργότερα, σήμερα», κατέληξε ο Μπριντ’Αμούρ. «Ίσως είναι προτιμότερο να περιμένεις εδώ, ή ακόμη καλύτερα να πάρεις τον δρόμο της επιστροφής στα δυτικά».

«Θα ’ρθώ μαζί σου», είπε ο Λούθιεν χωρίς δισταγμό. Αφού πρόφερε αυτές τις λέξεις, σκέφτηκε όλα όσα είχε να χάσει. Σκέφτηκε τον Όλιβερ και την Σιόμπαν, τους αγαπημένους φίλους του, τον Ίθαν και το ενδεχόμενο να μπορέσουν να ζήσουν πάλι σαν αδέλφια, αλλά πάνω απ’ όλα την Κατρίν. Πόσο του έλειπε τώρα! Πόσο λαχταρούσε τη ζεστασιά της μέσα σε αυτό τον παγερό φριχτό τόπο! Τούτες οι σκέψεις όμως δεν του άλλαξαν γνώμη. «Είμαστε μαζί σε αυτό τον αγώνα από την αρχή», είπε βάζοντας το χέρι του στον ώμο του Μπριντ’Αμούρ. «Από τότε που έσωσες τον Όλιβερ κι εμένα από τους Κυκλωπιανούς, από τότε που μας έστειλες στη φωλιά του Βαλτάσαρ για να σου φέρουμε το ραβδί σου και μου έδωσες τον πορφυρό μανδύα».

«Από τότε που άρχισες την επανάσταση στο Μόντφορτ», πρόσθεσε ο Μπριντ’Αμούρ.

«…Στο Κάερ Μακντόναλντ», τον διόρθωσε ο Λούθιεν χαμογελώντας.

«Και από τότε που σκότωσες τον δούκα Μόρκνεϊ», συνέχισε ο Μπριντ’Αμούρ.

«Και τώρα θα το τελειώσουμε», είπε ανυποχώρητα ο Λούθιεν. «Μαζί».