Выбрать главу

Ξεκουράστηκαν σιωπηλοί, δυο ώρες μόνο. Η αδρεναλίνη που κυλούσε ακόμη στις φλέβες τους, αλλά και στις φλέβες του Ριβερντάνσερ, ήταν τόση ώστε δεν μπορούσαν να μείνουν για πολύ άπραγοι. Σηκώθηκαν και μπήκαν προσεχτικά στον βάλτο. Ο Μπριντ’Αμούρ άρχισε να εκβάλλει έναν σιγανό μπάσο βόμβο, που εξαπλωνόταν μέσα στις σκιές οι οποίες τους τριγύριζαν. Μετά αφουγκραζόταν προσεχτικά την ηχώ που επέστρεφε και που θα ήταν παραμορφωμένη όταν ο βόμβος θα συναντούσε κάποια ισχυρή μαγική δύναμη.

Το Σόλτγουος έκλεισε γρήγορα πίσω τους και τους κατάπιε σβήνοντας το φως τη μέρας.

Ο Λούθιεν, χωμένος στον βάλτο μέχρι το γόνατο, αισθανόταν τον βούρκο να κυλά μέσα στις μπότες του. Άκουγε από παντού τις διαμαρτυρίες των πλασμάτων του έλους κι αισθανόταν να τον τσιμπούν κουνούπια. Στα αριστερά του, το καφέ νερό έκανε κυματισμούς τη στιγμή που κάποιο μεγάλο αμφίβιο γλίστρησε κάτω από την επιφάνεια πριν προλάβει να δει τι είναι.

Συγκέντρωσε την προσοχή του μπροστά, στην πλάτη του Μπριντ’Αμούρ, προσπαθώντας να μην σκέφτεται τον βάλτο.

Η μάχη στο Καρλάιλ είχε συνεχιστεί όλη τη νύχτα. Δεν υπήρχε οργανωμένη άμυνα μέσα στην πόλη πια, μόνο θύλακες πεισματικής αντίστασης από υπερασπιστές που πολεμούσαν μέχρι τον τελευταίο. Οι περισσότεροι ήταν Κυκλωπιανοί, που συνέχισαν να πολεμούν κυρίως επειδή ήξεραν ότι ο πληθυσμός του Άβον δεν θα τους έδειχνε κανένα έλεος, αφού είχε υποφέρει είκοσι χρόνια απάνθρωπης μεταχείρισης στα χέρια τους. Οι μονόφθαλμοι ήταν οι αστυνομικοί, οι εκτελεστές και οι φοροεισπράκτορες του Γκρινσπάροου, γι’ αυτό, τώρα που ο Δρακοβασιλιάς είχε αποκαλυφθεί στους κατοίκους και το είχε σκάσει από την πόλη, οι Κυκλωπιανοί πίστευαν ότι θα γίνονταν τα εξιλαστήρια θύματα για όλη τη δυστυχία που είχε προκαλέσει ο μάγος.

Οι πολίτες του Καρλάιλ δεν ξεσηκώθηκαν όλοι ανεξαιρέτως για να βοηθήσουν την βασίλισσα που διεκδικούσε τον θρόνο της. Κάθε άλλο. Οι περισσότεροι κλείστηκαν στα σπίτια τους θέλοντας μόνο να αποφύγουν τις μάχες και, μολονότι πολλοί παραδόθηκαν ή προσφέρθηκαν να πολεμήσουν κατά των Κυκλωπιανών, δεν ήταν λίγοι εκείνοι που συνέχισαν να αντιστέκονται, ιδιαίτερα στα νότια τμήματα του Καρλάιλ ενάντια στους άγριους Χιούγκοθ.

Για τον Όλιβερ, την Σιόμπαν, την Κατρίν αλλά και πολλούς άλλους που είχαν έρθει από το Κάερ Μακντόναλντ, η μάχη ήταν μια επανάληψη της επανάστασης στο Μόντφορτ, όμως σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα. Οι τρεις σύντροφοι είχαν ξαναδεί αυτήν τη μάχη κτήριο με κτήριο, ενώ, παρ’ όλο που χωρίστηκαν ο ένας από τον άλλο μέσα στη νύχτα, ήξεραν τον αναπόφευκτο στόχο όπου θα οδηγούνταν όλοι. Έτσι ο Όλιβερ δεν ξαφνιάστηκε όταν πέρασε καλπάζοντας με τον Θρεντμπέαρ από την κύρια πόρτα του μεγάλου τεμένους του Καρλάιλ για να βρει την Σιόμπαν και την Κατρίν, την καθεμία επικεφαλής μιας ομάδας στρατιωτών, να βρίσκονται ήδη μέσα στον καθεδρικό ναό και να μάχονται με τους μονόφθαλμους από πάγκο σε πάγκο. Οι πλαγιαστές ακτίνες του πρωινού γέμιζαν τον μισοσκότεινο ναό περνώντας από τα πολλά ανοίγματα στον τοίχο της ημικυκλικής κόγχης πίσω από το ιερό, στο μέρος όπου είχε πέσει ο πύργος.

«Επιτέλους, αποφάσισες να ’ρθεις!» φώναξε η Κατρίν στον Όλιβερ καθώς πέρασε δίπλα της με το πόνι.

Ο Όλιβερ σταμάτησε τον Θρεντμπέαρ απότομα, έτσι ώστε το πόνι γλίστρησε αρκετά μέτρα πάνω στο λείο πλακόστρωτο. «Δεν μπορούμε να τους αφήσουμε τον ναό», είπε επαναλαμβάνοντας το σκεπτικό που είχε φέρει εδώ την Κατρίν, την Σιόμπαν και πολλούς άλλους. Αυτό ήταν αλήθεια. Σε όλο το Καρλάιλ, όπως και σε όλες τις μεγάλες πόλεις της Θάλασσας του Άβον, δεν υπήρχε πιο καλά οχυρωμένο κτήριο από τον ναό. Αν κατάφερναν οι Κυκλωπιανοί να υποχωρήσουν μέσα στο τέμενος σε μεγάλους αριθμούς, μπορεί να χρειάζονταν βδομάδες για να τους βγάλουν έξω, και μάλιστα με μεγάλο κόστος.

Όμως οι αρχηγοί του στρατού το ήξεραν αυτό, έτσι ήταν μάλλον απίθανο να βρουν καταφύγιο εδώ οι μονόφθαλμοι. Οι Κάτερς της Σιόμπαν είχαν καταλάβει το τριφόριο, το υπερώο του ναού, και ράντιζαν από ψηλά με βέλη τους Κυκλωπιανούς στο κεντρικό κλίτος μειώνοντας γοργά τον αριθμό τους. Η ομάδα της Κατρίν είχε καταλάβει τα δύο τρίτα του κύριου κλίτους, ενώ είχε καταληφθεί ήδη όλο το βόρειο εγκάρσιο κλίτος, μπροστά και αριστερά από τη θέση όπου βρισκόταν ο Όλιβερ. Στο νότιο εγκάρσιο κλίτος η άμυνα είχε αρχίσει να σπάει, καθώς οι τρομοκρατημένοι μονόφθαλμοι έβγαιναν τρέχοντας από τις πόρτες για να σκορπίσουν στους δρόμους της πόλης.

«Μαζί μου!» φώναξε ο Όλιβερ και όρμησε με τον Θρεντμπέαρ πέφτοντας με όλη του τη φόρα πάνω σε μια ομάδα Κυκλωπιανών. Αρκετοί πετάχτηκαν στον αέρα από τη σύγκρουση, αλλά οι μονόφθαλμοι ήταν τόσοι πολλοί που η ορμή του Όλιβερ αναχαιτίστηκε. Το ξίφος του άστραψε αριστερά καρφώνοντας έναν στο μάτι και μετά τινάχτηκε δεξιά χαρακώνοντας το μάγουλο ενός άλλου.