Выбрать главу

«Και ποιος θα ακολουθήσει τους μονόφθαλμους στις σκοτεινές κατακόμβες;» ρώτησε ένας στρατιώτης.

Πολλοί φώναξαν ότι θα πρέπει να καλέσουν τους νάνους, αλλά η Σιόμπαν τους σταμάτησε. «Δεν έχουμε χρόνο να βρούμε τους νάνους του Μπέλικ», είπε. «Θα πάω εγώ».

Είκοσι νεραϊδογέννητοι πήγαν αμέσως πίσω της.

«Αν και δεν θέλω να αφήσω το τόσο εξαιρετικό άλογό μου…» είπε ο Όλιβερ, αλλά πήγε κι αυτός κοντά στην Σιόμπαν. Την ίδια στιγμή στάθηκε δίπλα της και η Κατρίν.

«Τέσσερα-τρία!» διέταξε η Σιόμπαν, κι αμέσως δώδεκα τοξότες πήραν θέσεις μπροστά στην κλειστή πόρτα σε τέσσερις σειρές από τρία άτομα η καθεμία. «Μην περιμένετε να δείτε και να σημαδέψετε», τους είπε η Σιόμπαν, κάνοντας νόημα σε δυο άνδρες που έστεκαν δίπλα στην πόρτα.

Εκείνοι μέτρησαν μέχρι το τρία και άνοιξαν ξαφνικά την πόρτα, παραμερίζοντας ταυτόχρονα καθώς η πρώτη σειρά των ξωτικών εκτόξευε τα βέλη της. Μετά έσκυψαν και κύλησαν στο πλάι, για να επιτρέψουν στη δεύτερη σειρά να εκτοξεύσει κι αυτή τη βέλη της, ενώ η πρώτη έτρεχε στο τέλος της παράταξης περνώντας καινούρια βέλη στις χορδές. Ακολούθησε η τρίτη, μετά η τέταρτη, ξανά η πρώτη πάλι και έτσι συνεχίστηκε η διαδικασία μέχρι που ολοκληρώθηκαν δύο πλήρεις κύκλοι, είκοσι τέσσερα βέλη τα οποία κατέβαιναν τη σκάλα με συνεχείς εξοστρακισμούς στους πέτρινους τοίχους και τα σκαλοπάτια.

Οι στρατιώτες έδωσαν στον Όλιβερ και στην Κατρίν φανάρια, αλλά η Σιόμπαν τους είπε να χαμηλώσουν τις φλόγες. «Οι νεραϊδογέννητοι πολεμούν καλύτερα από τους μονόφθαλμους στο σκοτάδι», εξήγησε, όμως τότε σταμάτησε κοιτάζοντας καλά-καλά τους δυο φίλους της, που φυσικά δεν ανήκαν στη φυλή των ξωτικών.

«Θα ’ρθούμε μαζί σου», είπε αποφασισμένα η Κατρίν, δίνοντας τέλος στη συζήτηση πριν προλάβει να φέρει άλλη αντίρρηση η Σιόμπαν. Έτσι άρχισαν να κατεβαίνουν αργά και προσεχτικά τα ανώμαλα και άνισα σκαλοπάτια, οχτώ σειρές με τρία άτομα η καθεμία.

Αφού συνάντησαν αρκετούς νεκρούς Κυκλωπιανούς, τους τελευταίους πεσμένους στη σειρά μια και είχαν δεχτεί ταυτόχρονα τα βέλη από την πόρτα, έφτασαν στο υπόγειο.

Το φως από το φανάρι του Όλιβερ φαινόταν ασήμαντο εδώ. Τα ταβάνια ήταν χαμηλά, η Κατρίν και τα πιο ψηλά ξωτικά έσκυβαν για να μη χτυπήσουν το κεφάλι τους. Οι μεγάλες καμάρες ήταν ακόμη πιο χαμηλές, φτιαγμένες με τεράστιες πέτρες, καθώς τα υπόγεια ήταν χτισμένα έτσι ώστε να στηρίζουν τον τεράστιο καθεδρικό ναό που βρισκόταν από πάνω.

Οι φίλοι ένιωθαν σαν να είχαν μπει σε λαβύρινθο. Προσπαθούσαν να μείνουν μαζί, αλλά συχνά αναγκάζονταν να προχωρούν ο ένας πίσω από τον άλλο. Σε κάθε καμάρα συναντούσαν τέσσερις στροφές μπροστά τους, ενώ το δάπεδο ήταν τρομερά ανώμαλο. Το φως των φαναριών δεν κατάφερνε να διαλύσει το πηχτό σκοτάδι, παντού κρέμονταν πυκνοί ιστοί αράχνης και οι καμάρες ήταν τόσο πολλές και τόσο χαμηλές ώστε η περιοχή έμοιαζε περισσότερο σαν κυκεώνας από μπερδεμένους διαδρόμους παρά με ανοιχτό χώρο με κιονοστοιχίες.

«Εδώ ήταν το παλιό τέμενος», είπε ο Όλιβερ. Η φωνή του ακουγόταν υπόκωφη λόγω των πολλών ιστών από αράχνες και των λιθόχτιστων τόξων τριγύρω. «Έχτισαν τον καθεδρικό ναό από πάνω του». Καθώς μιλούσε, έστριψε σε μια γωνία για να βρει ένα υπερυψωμένο μέρος του δαπέδου, τρία-τέσσερα αρχαία φθαρμένα σκαλιά που οδηγούσαν σε μια μεγάλη τετράγωνη πέτρα, βωμό ίσως ή κρύπτη. Δεν ήταν σίγουρος για το τι μπορεί να ήταν. Γύρισε να ρωτήσει την Σιόμπαν, για να διαπιστώσει ότι είχε χωριστεί από τους άλλους.

«Μου αρέσει τόσο πολύ να έχω τον ουρανό για ταβάνι», ψιθύρισε ο χάφλινγκ.

«Μονόφθαλμος!» ακούστηκε μια κραυγή από κάπου και ακολούθησε αμέσως η μεταλλική κλαγγή των σπαθιών και μετά ένα γρύλλισμα πόνου. Κατόπιν ακούστηκε μια φωνή ξωτικού: «Είναι εδώ ακόμη!»

«Σιόμπαν!» φώναξε σιγανά ο Όλιβερ, προσπαθώντας να βρει τη διαδρομή που είχε ακολουθήσει για να φτάσει ως εκεί. Πέρασε άλλη μια καμάρα, αλλά όλες οι κατευθύνσεις φαίνονταν ίδιες. Άρχισε να λέει ένα παιδικό ποίημα δείχνοντας διαδοχικά σε κάθε κατεύθυνση. «Αριστερή μεριά, δεξιά μεριά, εδώ πάω στη μέση κι εκεί πάω για καυγά». Μετά, όπως απαιτούσε η γασκονική παράδοση, ακολούθησε την τελευταία κατεύθυνση: “κι εκεί πάω για καυγά”.

Άκουσε πάλι ήχους μάχης, αλλά ήταν ατομικές αψιμαχίες όχι συγκρούσεις σε μεγάλη κλίμακα. Οι Κυκλωπιανοί ήταν όντως εδώ μέσα, είχαν κρυφτεί απελπισμένοι προσπαθώντας να στήσουν ενέδρα στους διώκτες τους.