Выбрать главу

Ο Όλιβερ έστριψε αριστερά στην επόμενη καμάρα κι εκεί του φάνηκε ότι αναγνώρισε την περιοχή από όπου είχαν μπει. Βγήκε από την επόμενη γωνία με ένα πλατύ χαμόγελο, περιμένοντας να δει τη σκάλα που οδηγούσε στο ισόγειο του ναού.

Αλλά είδε μερικές μορφές που ήταν πολύ μεγάλες για να ανήκουν σε ξωτικά ή στην Κατρίν.

Βγάζοντας μια στριγγλιά, έκανε έναν οριζόντιο ξιφισμό προσπαθώντας ταυτόχρονα να αφήσει το φανάρι κάτω για να τραβήξει το μεν-γκος. Ήταν σίγουρος ότι το ξίφος του θα χτυπούσε τον κοντινότερο εχθρό, αλλά αυτός παραμέρισε με την άνεση και τη χάρη του γνήσιου πολεμιστή.

Ο Όλιβερ νόμισε ότι ήρθε η τελευταία του ώρα, όμως, καθώς πλησίασε ο εχθρός, είδε ότι το δέρμα του δεν είχε εκείνη την γκριζωπή απόχρωση των μονόφθαλμων αλλά ήταν μελαψό. Και επιπλέον είχε δύο μάτια — καστανά μάτια.

«Λούθιεν…» είπε ο Όλιβερ, όμως σταμάτησε καταλαβαίνοντας το λάθος του.

«Πρόσεχε το ξίφος σου, ανόητε!» γρύλλισε ο Ίθαν Μπέντγουιρ παραμερίζοντας το ξίφος του Όλιβερ που ήταν ακόμη απλωμένο.

«Τι κάνεις εδώ;»

«Μου είπαν ότι η Κατρίν κατέβηκε εδώ κάτω», απάντησε σιγά ο Ίθαν. «Και έχω υποσχεθεί στον αδελφό μου να την προσέχω».

Ο Όλιβερ χαμογέλασε. «Στον αδελφό σου;» είπε.

Ο Ίθαν όμως δεν είχε χρόνο για τέτοια παιχνίδια. Έκανε νόημα στους δύο Χιούγκοθ οι οποίοι βρίσκονταν ακόμη στη σκάλα να πάνε δεξιά, ενώ αυτός, με τον τρίτο Ισενλανδό που έστεκε δίπλα του, προχώρησαν ίσια μπροστά.

Ο Όλιβερ έσκυψε για να πάρει το φανάρι του από κάτω και να βάλει πάλι το μεν-γκος στη ζώνη και, όταν σηκώθηκε, διαπίστωσε ότι ήταν πάλι μόνος. Κοίταξε τη σκάλα νιώθοντας τον πειρασμό να ανεβεί στο ισόγειο, αλλά τότε άκουσε άλλη μια κραυγή από κάπου μακριά, μια φωνή που αναγνώρισε.

Η Σιόμπαν και ένα ξωτικό, αφού κατέβηκαν καμιά δεκαριά σκαλοπάτια, έστριψαν σε μια γωνία αφήνοντας πολύ πίσω τους ήχους οι οποίοι φανέρωναν πού βρίσκονταν οι άλλοι. Πέρασαν από ένα μικρό άνοιγμα το οποίο μόλις θα χωρούσε έναν μεγαλόσωμο Κυκλωπιανό. Η στοά που ανοιγόταν μπροστά τους δεν ήταν πολύ μεγαλύτερη από το άνοιγμα, έτσι αναγκάστηκαν να σκύβουν χαμηλά ή ακόμη και να μπουσουλάνε σε κάποια σημεία για να περάσουν.

Το σκοτάδι ήταν απόλυτο, ακόμη και για τα ευαίσθητα μάτια των ξωτικών, γι’ αυτό η Σιόμπαν άναψε ένα μικροσκοπικό φανάρι το οποίο χρησιμοποιούσε συχνά την εποχή που έκανε διαρρήξεις στο Μόντφορτ.

Έκανε νόημα στον σύντροφό της που προπορευόταν να ξεκινήσει πάλι.

Γρήγορα έφτασαν σε μια χαμηλότερη περιοχή όπου βρίσκονταν οι παλιότερες κατακόμβες του καθεδρικού ναού. Σε όλους τους τοίχους γύρω τους υπήρχαν ανοιχτές κρύπτες με τους σκελετούς των πρώτων ιερέων και αρχιερέων του Καρλάιλ ή ίσως κι όλης της Θάλασσας του Άβον. Οι περισσότεροι ήταν ξαπλωμένοι, αλλά μερικοί σε κάποιες πιο περίτεχνες κρύπτες ήταν καθισμένοι σε πέτρινους θρόνους.

Η Σιόμπαν προσπάθησε να ηρεμήσει την καρδιά της καθώς είδε δίπλα της ένα αρχαίο σκέλεθρο να κάθεται σε κάποιον τέτοιο θρόνο, ποιος ξέρει πόσους αιώνες — μόνο που το κρανίο του ήταν πεσμένο στο δάπεδο, έργο ίσως των πεινασμένων αρουραίων που και τα δικά τους κόκαλα θα βρίσκονταν μάλλον σκορπισμένα σε τούτο τον θάλαμο του θανάτου. Η Σιόμπαν ξεκολλώντας το βλέμμα της από τον σκελετό, είδε τον σύντροφό της να χτυπά το κεφάλι του στο ανώφλι της επόμενης καμάρας.

«Πρόσεχε», ψιθύρισε η Σιόμπαν, μετά όμως ξεφώνησε καθώς είδε το ξωτικό να γυρίζει και να σωριάζεται κάτω.

Μολονότι το φως του μικρού φαναριού ήταν αμυδρό, η Σιόμπαν είδε το λαμπερό αίμα που χυνόταν από το στήθος του ξωτικού, το οποίο ήταν ανοιγμένο από τη μασχάλη μέχρι τον θώρακα.

Μπροστά της στεκόταν ο πελώριος Κυκλωπιανός δούκας με την σπάθα του να στάζει αίμα ξωτικού και το απαίσιο πρόσωπό του συσπασμένο σε μια υπόσχεση θανάτου.

Είχε ακουστεί μια μοναδική μακρινή κραυγή, ενώ οι άλλες φωνές γίνονταν όλο και πιο συχνές καθώς οι Εριαντοριανοί ξετρύπωναν συνεχώς κρυμμένους μονόφθαλμους. Ο Όλιβερ δεν είχε ξανανιώσει ποτέ του τόσο συγκεντρωμένος. Το μυαλό του, η ψυχή του είχε εστιάσει σε αυτήν τη μοναδική κραυγή, έτσι ώστε ακόμα κι ο λαβύρινθος έμοιαζε να ξεμπερδεύεται μπροστά του, καθώς έτρεχε στους διαδρόμους δυναμώνοντας τη φλόγα του φαναριού του για να βλέπει καλύτερα το ανώμαλο έδαφος.

Φτάνοντας σε ένα πλάτωμα κάρφωσε το ξίφος του στον πισινό ενός Κυκλωπιανού, που ξιφομαχούσε. Αφού είδε ότι το χτύπημά του αιφνιδίασε τον μονόφθαλμο δίνοντας ένα ανυπέρβλητο πλεονέκτημα στον αντίπαλό του, συνέχισε να τρέχει.

Πέρασε μια καμάρα χωρίς να κοιτάξει δεξιά κι αριστερά, ξανακούγοντας νοερά εκείνη την κραυγή, ακολουθώντας το ένστικτο και την καρδιά του.

Η Κατρίν, βλέποντάς τον να περνά, του φώναξε και μετά τον ακολούθησε μαζί με τον Ίθαν κι έναν Χιούγκοθ.