Выбрать главу

Ο Όλιβερ κατάλαβε, όταν η αγαπημένη του έκανε πίσω αποκαλύπτοντας ένα ματωμένο στιλέτο στο αριστερό χέρι του Κρίσις.

Η Σιόμπαν κατάφερε να κοιτάξει τον Όλιβερ και μετά, ενώ το σπαθί της έπεφτε κάτω με ένα νεκρικό κουδούνισμα, το ακολούθησε και η ίδια.

Ο Κρίσις ήταν σχεδόν διπλάσιος από τον Όλιβερ και δεν είχε σοβαρά τραύματα, αλλά ο χάφλινγκ δεν διανοήθηκε να υποχωρήσει εκείνη τη φριχτή στιγμή. Βρυχώμενος για την αγαπημένη του όρμησε μπροστά δουλεύοντας μανιασμένα το ξίφος του σε μια επίθεση δέκα διαδοχικών χτυπημάτων. Οι κινήσεις του ήταν τόσο γρήγορες ώστε ο Κρίσις δεν προλάβαινε καν να τις διακρίνει, έτσι ο Όλιβερ τον τραυμάτισε κάμποσες φορές στο χέρι καθώς εκείνος αγωνιζόταν να αποκρούσει με την σπάθα.

Ο Κυκλωπιανός προσπάθησε να τον αναχαιτίσει, αλλά ο έξαλλος Όλιβερ δεν σταματούσε την επίθεση. Σπρωγμένος από έναν τρελό θυμό κάρφωνε ξανά και ξανά, χτυπούσε την σπάθα με το μεν-γκος καταφέρνοντας κάποτε να την παγιδέψει με το κάλυπτρο της λαβής, μολονότι δεν βρισκόταν στη σωστή γωνία για να σπάσει το όπλο του Κυκλωπιανού ή να το πετάξει από το δυνατό του χέρι.

Καθώς ο Κυκλωπιανός συνέχισε να οπισθοχωρεί, ο Όλιβερ βρήκε μια ευκαιρία όταν ο Κρίσις πλησίασε στον πέτρινο βωμό. Ο χάφλινγκ πήδησε πάνω στον μονόλιθο και τώρα ο Κρίσις δυσκολευόταν ακόμη πιο πολύ να αποκρούσει, αφού το ξίφος του Όλιβερ ήταν επικίνδυνα κοντά στο ήδη τραυματισμένο πρόσωπό του.

«Είσαι τόσο κακομούτσουνος!» φώναξε ο Όλιβερ φτύνοντας τις λέξεις. «Ακόμη κι ένα σκυλί δεν θα έπαιζε μαζί σου αν δεν είχες ένα κομμάτι κρέας δεμένο στη χοντρή κοιλιά σου!»

«Θα το έτρωγα το σκυλί!» απάντησε ο Κρίσις, αλλά ο Όλιβερ εξαπέλυσε μία ακόμη επίθεση με διαδοχικά χτυπήματα.

Ο Κρίσις κατάλαβε ότι η μανία του Όλιβερ ήταν πολύ μεγάλη. Αν όμως ο χάφλινγκ συνέχιζε να χτυπάει έτσι φρενιασμένα, ήταν απολύτως σίγουρο ότι γρήγορα θα κουραζόταν.

Έτσι ο μονόφθαλμος απέκρουσε αρχίζοντας να απομακρύνεται από τον βωμό, τότε όμως το μάτι του άνοιξε διάπλατο από έκπληξη καθώς είδε το μεν-γκος να έρχεται καταπάνω του περιστρεφόμενο στον αέρα. Ο Κρίσις σήκωσε το χέρι του για να το πετάξει μακριά, αλλά την ίδια στιγμή ο Όλιβερ όρμησε ως την άκρη του βωμού και πήδησε στον αέρα προς τον εχθρό του.

Ο Κρίσις ούρλιαξε από πόνο καθώς το μεν-γκος καρφώθηκε στο χέρι του. Προσπάθησε να σηκώσει την σπάθα για να σταματήσει τον ιπτάμενο χάφλινγκ, αλλά η αντίδρασή του ήταν πολύ αργή, οι μύες του κουρασμένοι και πιασμένοι.

Ο Όλιβερ έπεσε πάνω του με δύναμη, μα ο Κυκλωπιανός των εκατόν σαράντα κιλών μόλις που έκανε ένα μικρό βήμα πίσω. Δεν είχε σημασία όμως, γιατί ο Όλιβερ είχε πηδήσει με το ξίφος του προτεταμένο.

Βρέθηκε πάνω στο πελώριο στήθος του Κρίσις μοιάζοντας σαν μωρό στην αγκαλιά του γιγαντόσωμου πατέρα του. Αλλά το ξίφος είχε βρει τον στόχο του, ήταν καρφωμένο σχεδόν μέχρι τη λαβή στον λαιμό του Κρίσις.

Ο Κυκλωπιανός αγκομαχούσε τώρα, καθώς τιναζόταν αίμα από το στόμα και τον λαιμό του. Άρπαξε τον Όλιβερ και τον έσφιξε προσπαθώντας να τον λιώσει, όμως το σφίξιμο αναπόφευκτα χαλάρωσε, γιατί τα πνευμόνια του είχαν ήδη γεμίσει με αίμα. Ο Κρίσις έπεσε αργά στα γόνατα και ο Όλιβερ φρόντισε να πηδήσει μακριά, αποφεύγοντας μια αδύναμη προσπάθεια του Κρίσις να τον χτυπήσει με τη σπάθα.

Ο μονόφθαλμος έπεσε στα τέσσερα βήχοντας, προσπαθώντας να αναπνεύσει.

Ο Όλιβερ δεν ασχολήθηκε άλλο μαζί του. Έτρεξε στην αγαπημένη του, της σήκωσε το κεφάλι στο μπράτσο του κι έβαλε το άλλο χέρι στο τραύμα στο στήθος της.

Ο Ίθαν μπήκε τρέχοντας στον θάλαμο και τον ακολούθησε η Κατρίν. Το θέαμα τους απολίθωσε. «Ω αγάπη μου!» άκουσαν τον Όλιβερ να θρηνεί. «Μην πεθάνεις!»

«Δεν μπορούμε να πάμε προς αυτή την κατεύθυνση», είπε ο Μπριντ’Αμούρ. Ο Λούθιεν πέρασε αναμέσα από μερικούς θάμνους φτάνοντας δίπλα του και εκεί είδε μια έκταση νερού να τους κυκλώνει από τρεις πλευρές.

Είχαν περάσει μισή ώρα σχεδόν περπατώντας μέσα από την μπερδεμένη βλάστηση για να καταλήξουν σε μια χερσόνησο.

Ο Λούθιεν ήταν έτοιμος να προτείνει να γυρίσουν πίσω, αλλά δεν μίλησε καθώς είδε τον Μπριντ’Αμούρ να κοιτάζει επίμονα τον Ριβερντάνσερ.

«Το άλογο είναι ξεκούραστο», είπε ο μάγος. «Θα πετάξουμε».

Ο Λούθιεν δεν έφερε αντίρρηση. Αισθανόταν απαίσια, τα πόδια του ήταν μουσκεμένα και πιασμένα, το δέρμα του τον έτρωγε από εκατό τσιμπήματα, ενώ τα νεύρα του ήταν σπασμένα. Και, μολονότι δεν τους είχε επιτεθεί κανένα τέρας, όλες οι σκιές του Σόλτγουος έμοιαζαν να κρύβουν επικίνδυνα θηρία.

Έτσι, ανάσανε με ανακούφιση γεμίζοντας τα πνευμόνια του με καθαρό αέρα, μόλις βρέθηκαν πάνω από τον θόλο της βλάστησης. Για ένα διάστημα είχε μισόκλειστα τα μάτια μέχρι να προσαρμοστεί η όρασή του στο εκτυφλωτικό φως του ήλιου, που περνούσε κάθε τόσο από τα ανοίγματα στα πυκνά σύννεφα τα οποία έτρεχαν στον ουρανό. Ήξερε ότι εδώ πάνω ήσαν πιο εκτεθειμένοι αφού δεν είχαν την κάλυψη των θάμνων και των δέντρων. Ο Γκρινσπάροου θα τους εντόπιζε εύκολα, αν έκανε τον κόπο να κοιτάξει στον ουρανό. Παρ’ όλα αυτά όμως χαιρόταν γι’ αυτή την αλλαγή, όπως και ο Ριβερντάνσερ, που τέντωνε ανυπόμονα τον λαιμό του μπροστά καθώς πετούσε. Ακολουθώντας τη σύσταση του Μπριντ’Αμούρ, ο Λούθιεν κρατούσε το άλογο χαμηλά πάνω από τις κορυφές των δέντρων.