Выбрать главу

«Κράτα την πορεία!» φώναξε ο Μπριντ’Αμούρ και ο Λούθιεν υπάκουσε ουρλιάζοντας.

Η δεύτερη ιπτάμενη γροθιά, εκείνη που είχε αστοχήσει, γύρισε στον αέρα σαν μπούμερανγκ και χτύπησε με δύναμη τον δράκοντα στο πίσω μέρος του κεφαλιού μια στιγμή πριν εκείνος προλάβει να εξαπολύσει τη φωτιά του. Το τέρας τινάχτηκε μπροστά ζαλισμένο, ενώ ο Ριβερντάνσερ περνούσε πάνω από τον σκυμμένο λαιμό του. Ο Λούθιεν προσπάθησε να τραβήξει το σπαθί του, γιατί ήταν τόσο κοντά ώστε θα μπορούσε ίσως να χτυπήσει το θηρίο, αλλά δεν πρόλαβε καθώς ο Μπριντ’Αμούρ εκτόξευσε άλλον ένα κεραυνό από το ραβδί του, κόκκινο αυτήν τη φορά, που βρήκε τον δράκοντα και αγκάλιασε όλο του το σώμα εκτινάσσοντας σπίθες από λέπι σε λέπι.

Τώρα ο δράκος βρυχήθηκε και άρχισε να πέφτει περιστρεφόμενος στον αέρα. Ο Μπριντ’Αμούρ έβγαλε μια θριαμβευτική κραυγή, όπως κι ο Λούθιεν που άρχισε να στρίβει τον Ριβερντάνσερ για να ακολουθήσει τον Γκρινσπάροου. Και οι δύο τους όμως δεν είχαν αντιληφθεί τα πολλά όπλα που είχε στη διάθεσή του ένα τέτοιο θηρίο. Ο δράκος έπεφτε προς τον βάλτο αλλά, καθώς περιστράφηκε το μεγάλο σώμα του, είχε την ετοιμότητα να χτυπήσει τους εχθρούς του με τη μακριά δυνατή ουρά του.

Ο Ριβερντάνσερ έστριβε εκείνη τη στιγμή και αυτό σίγουρα έσωσε τη ζωή του αλόγου και των αναβατών του, δεν μπόρεσε όμως να αποφύγει τελείως την ουρά του δράκου, έτσι δέχτηκε ένα πλαγιαστό χτύπημα στο πλευρό.

Ξαφνικά το φτερωτό άλογο με τους αναβάτες του άρχισαν να στροβιλίζονται προσπαθώντας απεγνωσμένα να κρατηθούν στον αέρα. Ο Μπριντ’Αμούρ γλίστρησε από την πλάτη του αλόγου, αλλά πρόλαβε να αρπαχτεί και με τα δύο χέρια από την κουκούλα του μανδύα του Λούθιεν. Ξεφώνισε βλαστημώντας καθώς το ραβδί τού έπεσε από τα χέρια και χάθηκε μέσα στη βλάστηση του Σόλτγουος.

Ο Λούθιεν, φέρνοντας τον Ριβερντάνσερ στη σωστή πορεία, αγκάλιασε με το ένα χέρι τον μάγο που κρεμόταν ακόμη ταλαντευόμενος στο πλευρό του αλόγου.

Ο ήλιος φάνηκε να χάνεται τότε καθώς ο δράκος πέρασε δίπλα τους, μόλις πέντε μέτρα στα δεξιά τους, απλώνοντας τα μεγάλα πόδια του για να τους αρπάξει. Ο Λούθιεν έστριψε αριστερά προλαβαίνοντας να τους απομακρύνει, αλλά το ένα πόδι του δράκου χτύπησε το δεξιό φτερό του Ριβερντάνσερ αυλακώνοντας τη σάρκα και σπάζοντας κόκαλα.

Άρχισαν να στροβιλίζονται πάλι στον αέρα και αυτήν τη φορά ο Λούθιεν δεν μπόρεσε να ελέγξει την πτώση τους. Καθώς έπεφταν, σε μία περιστροφή ο Λούθιεν είδε ότι ο Γκρινσπάροου είχε διπλώσει τα φτερά του κι έκανε κάθετη εφόρμηση με το τεράστιο στόμα του ανοιχτό, έτοιμο να ξεράσει φωτιά.

Αλλά τότε άρχισε ξανά ο γαλάζιος στροβιλισμός, τη στιγμή που ο Μπριντ’Αμούρ άνοιξε ένα μαγικό τούνελ ακριβώς από κάτω τους. Το διέσχισαν μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου, όμως, βγαίνοντας, βρέθηκαν πενήντα μέτρα πιο χαμηλά σχεδόν πάνω από τις κορυφές των δέντρων, και αρκετές εκατοντάδες μέτρα στο πλάι.

Με την πτώση τους να συνεχίζεται, ο Λούθιεν ήταν τόσο συγχυσμένος και αιφνιδιασμένος ώστε δεν πρόλαβε να σκεφτεί τι μπορεί να υπήρχε από κάτω. Το μόνο που μπόρεσε να κάνει ήταν να κρατηθεί από το άλογο ουρλιάζοντας.

Οι δυο σύντροφοι και το πληγωμένο φτερωτό άλογο έπεσαν με δύναμη μέσα σε μια λασπωμένη έκταση νερού.

Ο Λούθιεν είχε την αίσθηση ότι πέρασαν πολλά λεπτά, στην πραγματικότητα όμως μετά από μερικά μόνο δευτερόλεπτα οι δυο άνδρες και το τραυματισμένο άλογο έβγαιναν στο μαλακό έδαφος στην άκρη της λιμνούλας. Η λάσπη είχε σκεπάσει τον γαλάζιο χιτώνα του Μπριντ’Αμούρ, είχε δώσει ένα λερωμένο καφέ χρώμα στο κατάλευκο τρίχωμα του Ριβερντάνσερ και είχε καλύψει επίσης τον Λούθιεν, με εξαίρεση τον υπέροχο πορφυρό μανδύα που απωθούσε κάθε βρομιά διατηρώντας πάντα ανέπαφο το χρώμα του.

Οι δυο σύντροφοι όμως δεν είχαν τον χρόνο να τα προσέξουν αυτά. Καθώς το δεξιό φτερό του Ριβερντάνσερ ήταν σπασμένο και ματωμένο, το άλογο το κρατούσε μαζεμένο στο πλευρό του υποφέροντας από το τραύμα. Ο Μπριντ’Αμούρ έπιασε τα γκέμια και το οδήγησε σε μια πυκνή συστάδα δέντρων, όπου, αφού έκανε ένα ξόρκι, μετά είπε στον Λούθιεν να τον ακολουθήσει.

«Δεν μπορώ να αφήσω τον Ριβερντάνσερ…» άρχισε να διαμαρτύρεται εκείνος.

«Το άλογο πρέπει να επανέλθει στη φυσιολογική μορφή του», εξήγησε ο Μπριντ’Αμούρ. «Τα τραύματά του δεν θα είναι πια τόσο μεγάλα όταν θα φύγουν τα φτερά, αλλά ακόμη και τότε θα χρειάζεται ξεκούραση. Είναι μάταιο να προσπαθήσουμε να φύγουμε από αυτήν τη ζούγκλα καβάλα στον Ριβερντάνσερ με τον Γκρινσπάροου να μας κυνηγά».