Выбрать главу

Την ίδια στιγμή ακούστηκε ένας εκκωφαντικός βρυχηθμός και μια μεγάλη σκιά πέρασε από πάνω τους.

«Έλα», είπε ο Μπριντ’Αμούρ και αυτήν τη φορά ο Λούθιεν δεν έφερε αντίρρηση.

Προς μεγάλη έκπληξη και προσωρινή ανακούφιση του Όλιβερ, η Σιόμπαν άνοιξε τα όμορφα πράσινα μάτια της καταφέρνοντας να χαμογελάσει πονεμένα. «Τον σκοτώσαμε;» ρώτησε κομπιάζοντας και ανασαίνοντας βαριά.

Ο Όλιβερ έκανε μόνο ένα καταφατικό νεύμα. Ένας κόμπος στον λαιμό δεν τον άφηνε να μιλήσει. «Ο Κρίσις, δούκας του Καρλάιλ είναι μια κακή ανάμνηση και τίποτα παραπάνω», κατάφερε να πει τελικά.

«Μισό βαθμό για τη νίκη», ψιθύρισε η Σιόμπαν.

«Όλος ο βαθμός δικός σου», απάντησε αμέσως ο Όλιβερ.

Η κοπέλλα κατάφερε με μεγάλη προσπάθεια να κάνει ένα αρνητικό νεύμα. «Μόνο μισό», ψιθύρισε. «Μου φτάνει.

Ο Όλιβερ κοίταξε την Κατρίν και είδε τα δάκρυα που έτρεχαν στα μάγουλά της.

»Μισός βαθμός», συνέχισε η Σιόμπαν. «Δεκαπέντε και μισό σήμερα.

Ο Όλιβερ θέλησε να απαντήσει, αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει τι εννοούσε η Σιόμπαν.

»Πες το… στον Λούθιεν» ψέλλισε η Σιόμπαν. «Δεκαπέντε και μισό σήμερα. Τελικό σκορ… ενενήντα τρία και μισό για μένα… και μόνο ενενήντα τρία… για τον Λούθιεν… ακόμη κι αν σκοτώσει… τον Γκρινσπάροου.

Ο Όλιβερ την έσφιξε στην αγκαλιά του.

»Κέρδισα», είπε η Σιόμπαν με μια αμυδρή χαρά στη φωνή της. Μετά ο τόνος της άλλαξε ξαφνικά. «Όλιβερ;» είπε. «Είσαι εδώ;»

Το φως δεν είχε μειωθεί, ούτε ήταν τα μάτια της τραυματισμένα. Δεν έβλεπε όμως, και ο Όλιβερ κατάλαβε τι σήμαινε αυτό.

«Εδώ είμαι, αγάπη μου», της απάντησε και την έσφιξε πάλι στην αγκαλιά του κρατώντας σταθερή τη φωνή του. «Εδώ είμαι».

«Κρύο», είπε η Σιόμπαν. «Πολύ κρύο…»

Πέρασε πάνω από ένα λεπτό ώσπου τελικά η Κατρίν έσκυψε κι έκλεισε τα μάτια της Σιόμπαν.

«Έλα μαζί μας, Όλιβερ», είπε στον χάφλινγκ. Η φωνή της ήταν σταθερή, ήξερε ότι πρέπει να φανεί δυνατή για να βοηθήσει τον φίλο της. «Δεν μπορείς να κάνεις τίποτε άλλο εδώ».

«Θα μείνω», είπε αποφασισμένα ο Όλιβερ.

Η Κατρίν κοίταξε τον Ίθαν, που σήκωσε τους ώμους. «Όταν θα τελειώσω την εκκαθάριση στις κατακόμβες», είπε, «θα γυρίσω να σας πάρω».

Η Κατρίν του έγνεψε καταφατικά κι όταν έφυγε ο Ίθαν, εκείνη απομακρύνθηκε από τον Όλιβερ με σεβασμό και κάθισε στον πέτρινο βωμό με την καρδιά της ματωμένη, τόσο για τον πόνο του Όλιβερ όσο και για τον χαμό της αγαπημένης της μισοξωτικής φίλης.

«Πρέπει να βρούμε το ραβδί μου», ψιθύρισε ο Μπριντ’Αμούρ.

«Πώς;» απάντησε ο Λούθιεν κοιτάζοντας γύρω του την ατελείωτη ζούγκλα και τις σκιές του Σόλτγουος. «Δεν υπάρχει περίπτωση να…»

«Σσσ!» τον έκοψε ο Μπριντ’Αμούρ. «Μίλα σιγά! Οι δράκοντες έχουν πολύ καλή ακοή».

Ξαφνικά αισθάνθηκαν μια ριπή ανέμου και αμέσως μετά η βλάστηση από πάνω τους τυλίχτηκε στις φλόγες. Ο Μπριντ’Αμούρ είχε μείνει στη θέση του σαν παγωμένος να κοιτάζει άναυδος τη φωτιά, αλλά σώθηκε από τα φλεγόμενα ξύλα που άρχισαν να πέφτουν, χάρη στην αστραπιαία αντίδραση του Λούθιεν ο οποίος τον έσπρωξε μέσα σε μια ρηχή λιμνούλα κι έπεσε από πάνω του σκεπάζοντάς τον με τον μαγικό μανδύα. Μεγάλα κομμάτια αναμμένα βρύα έπεσαν στο έδαφος στριφογυρίζοντας σαν φίδια. Σε μικρή απόσταση από τους δύο συντρόφους, η φωτιά υπερθέρμανε τους χυμούς ενός δέντρου και το έκανε να εκραγεί εκτοξεύοντας προς όλες τις κατευθύνσεις φλεγόμενα κομμάτια ξύλο, που έσβηναν σφυρίζοντας όταν έπεφταν μέσα στο νερό ή τη λάσπη.

«Σήκω και τρέχα!» φώναξε ο Μπριντ’Αμούρ μόλις πέρασε ο μεγάλος κίνδυνος, καθώς οι φωτιές έσβηναν γρήγορα μέσα στην υγρασία του βάλτου.

Ο Λούθιεν σηκώθηκε κι άρχισε να τρέχει σκοντάφτοντας ξανά και ξανά στις γλιστερές όχθες της λίμνης. Καθώς κάπου πιο μακριά άκουσε τον Ριβερντάνσερ να χλιμιντρίζει τρομαγμένος, όταν γύρισε προς την κατεύθυνση όπου είχαν αφήσει το άλογο, είδε να πλησιάζει η καταδίκη τους.

Άρπαξε τον Μπριντ’Αμούρ θέλοντας να τον ρίξει πάλι στο νερό, αλλά εκείνος τον έκανε πέρα. Η βλάστηση γύρω τους δεν ήταν τόσο πυκνή πια, σίγουρα δεν έφτανε για να τους κρύψει από το διαπεραστικό βλέμμα ενός δράκοντα, έτσι ο Μπριντ’Αμούρ ήξερε ότι αν δείλιαζαν ήταν καταδικασμένοι.

Όχι, σκέφτηκε αποφασισμένος, είχαν έρθει εδώ για να πολεμήσουν τον Γκρινσπάροου, και αυτό θα έκαναν, θα αντιμετώπιζαν την επίθεσή του.

Ο Μπριντ’Αμούρ έτρεξε στον κορμό μιας τεράστιας παμπάλαιας ιτιάς. Ήταν ένα πελώριο δέντρο που είχε βγει σχεδόν άθικτο από το πρώτο πέρασμα του δράκοντα, σαν να μην ήταν παρά μια ασήμαντη ενόχληση. «Δώσε μου τη δύναμή σου», ψιθύρισε ο μάγος στην ιτιά και την αγκάλιασε.

Ο δράκος πέρασε από πάνω τους κοιτάζοντας την περιοχή που είχε καθαρίσει με την πύρινη ανάσα του. Μόλις πέρασε πάνω από τον Μπριντ’Αμούρ, έβγαλε μια στριγγή κραυγή και άρχισε να στρίβει με απίστευτη γρηγοράδα.