Выбрать главу

Τα κύρια χαρακτηριστικά του Νταϊαμοντγκέιτ ήταν πάντα τα ίδια: τα πορθμεία, οι βράχοι, οι γιγάντιες καινούργιες προβλήτες και οι παλιές επίσης, φαντάσματα μιας άλλης εποχής, μια μαρτυρία της δύναμης της θάλασσας. Ακόμη και ο καιρός ήταν ίδιος, ο ουρανός μουντός, γκρίζος, το νερό σκοτεινό και δυσοίωνο με τα κύματα να χορεύουν στον πορθμό σπάζοντας σε αφρισμένες κορυφές. Τώρα όμως υπήρχαν πολλά μεγάλα πολεμικά πλοία αγκυροβολημένα στην περιοχή, σχεδόν ο μισός στόλος του Άβον που αιχμαλωτίστηκε από το Εριαντόρ όταν ο κατακτητικός στρατός του Γκρινσπάροου αποβιβάστηκε στο Πορτ Τσάρλι. Επίσης, πάνω στο νησί Νταϊαμοντγκέιτ είχαν κατασκευαστεί αρκετά μεγάλα κτίσματα, στρατώνες όπου είχαν κλείσει τους τρεις χιλιάδες Κυκλωπιανούς που αιχμαλωτίστηκαν σ’ εκείνο τον πόλεμο. Οι περισσότεροι από αυτούς είχαν μεταφερθεί αλλού τώρα. Είχε γίνει μια εξέγερση στο Νταϊαμοντγκέιτ στην οποία είχαν σκοτωθεί πολλοί Κυκλωπιανοί, οπότε ο Γκάχρις Μπέντγουιρ διέταξε να χωρίσουν τους υπόλοιπους σε μικρές ομάδες και να τους μεταφέρουν σε μικρότερα, πιο ακίνδυνα στρατόπεδα.

Όμως, τα κτίσματα στο Νταϊαμοντγκέιτ παρέμειναν σε καλή κατάσταση με διαταγή του βασιλιά Μπριντ’Αμούρ, για την περίπτωση που το Εριαντόρ θα έπιανε κι άλλους αιχμαλώτους.

Οι δυο σύντροφοι, αφού έφτασαν στην προβλήτα, ανέβηκαν στη μαούνα καβάλα στα άλογά τους, η Κατρίν πάνω σε ένα δυνατό γκρίζο άλογο από την περιοχή του Σπεϊθενφέργκους και ο Λούθιεν πάνω στον Ριβερντάνσερ, το πολύτιμο Μόργκαν από την περιοχή των υψιπέδων. Ο Ριβερντάνσερ ήταν εκπληκτικό άλογο, κάτασπρο και μυώδες, με μακρύ τρίχωμα, το χαρακτηριστικό της πιο κοντής από τις άλλες όμως πολύ δυνατής ράτσας Μόργκαν. Ελάχιστοι είχαν καλύτερο ή πιο χαρακτηριστικό άλογο σε όλο το Εριαντόρ και κανένας στο Μπέντγουιντριν, γι’ αυτό ο Ριβερντάνσερ ήταν εκείνος που τραβούσε περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο την προσοχή του κόσμου.

Ο Λούθιεν άκουσε τα ψιθυρίσματα πριν ακόμη ξεκινήσει η μαούνα, επιβάτες να λένε «ο γιος του Γκάχρις!» και «η Πορφυρή Σκιά!»

«Δεν έπρεπε να φορέσεις τον μανδύα», είπε η Κατρίν, βλέποντας ότι τα σχόλια τον ενοχλούσαν.

Ο Λούθιεν σήκωσε τους ώμους. Ήταν πολύ αργά πια. Όπου κι αν πήγαινε, προηγούνταν η φήμη του. Ήταν η Πορφυρή Σκιά, ο ζωντανός θρύλος, ο κόσμος του έδειχνε μεγάλο σεβασμό ή και δέος ακόμη, κάτι που ο Λούθιεν ένιωθε ότι δεν είχε κερδίσει με το σπαθί του αλλά οφειλόταν στον μανδύα.

Οι ψίθυροι συνεχίστηκαν σε όλο το μακρύ κι αργό ταξίδι. Καθώς το πορθμείο περνούσε κοντά από το Νταϊαμοντγκέιτ, δεκάδες Κυκλωπιανοί μαζεύτηκαν πάνω στους βράχους για να δουν τον Λούθιεν. Μερικοί άρχισαν να φωνάζουν προσβολές κι απειλές. Ο Λούθιεν τους αγνόησε — γι’ αυτόν, ο θυμός τους ήταν απόδειξη του ηρωισμού του. Δεν ένιωθε άνετα με τα επαινετικά χτυπήματα των συντρόφων του στην πλάτη, όμως δεχόταν τις προσβολές των μονόφθαλμων μ’ ένα πλατύ χαμόγελο.

Όταν έφτασαν στο Μπέντγουιντριν, συγκεντρώθηκαν όλοι οι εργάτες του λιμανιού για να υποδεχθούν το πορθμείο κι άρχισαν να χειροκροτούν όταν βγήκε ο Λούθιεν στην αποβάθρα. Το προηγούμενο πέρασμά του από το ίδιο πορθμείο, μια τολμηρή απόδραση από ενέδρα Κυκλωπιανών μετά από τη σύγκρουση με κάποια γιγάντια σαρκοβόρα φάλαινα, είχε γίνει θρύλος στην περιοχή, έτσι τώρα οι δυο σύντροφοι άκουσαν πολλές συζητήσεις για αυτό το γεγονός, συχνά διανθισμένες με υπερβολές. Γρήγορα ο Λούθιεν και η Κατρίν κατάφεραν να ξεφύγουν απομακρυνόμενοι από το λιμάνι, για να αρχίσουν το ταξίδι τους πάνω στο έδαφος του Μπέντγουιντριν, της πατρίδας τους. Ο Λούθιεν όμως ήταν πάντα ανήσυχος.

«Αυτό θα γίνεται συνέχεια τώρα, θα καταγράφουν κάθε πράξη μου και θα τη συζητούν;» είπε λίγο αργότερα.

«Ελπίζω όχι κάθε πράξη σου», απάντησε με νόημα η Κατρίν και, όταν γύρισε να την κοιτάξει ο Λούθιεν, τον κοίταξε κι αυτή πεταρίζοντας τα βλέφαρα. Μετά έβαλε τα γέλια, βλέποντας πόσο εύκολα μπορούσε να κάνει τον Λούθιεν να κοκκινίσει.

Οι τρεις επόμενες μέρες του ταξιδιού τους πέρασαν γρήγορα και ήσυχα. Οι δύο τους ήξεραν καλά τους δρόμους του Μπέντγουιντριν, έτσι φρόντισαν να αποφύγουν τους οικισμούς προτιμώντας να είναι μόνοι με τις σκέψεις τους. Για τον νεαρό Μπέντγουιρ, αυτές οι σκέψεις ήταν μια θύελλα από ταραγμένα συναισθήματα.