Ο Λούθιεν φώναξε στον Μπριντ’Αμούρ, αλλά εκείνος έδειξε να μην τον ακούει. Δεν έδωσε καν σημασία στον δράκοντα που πλησίαζε. Κρατούσε ακόμη αγκαλιά το δέντρο και του ψιθύριζε έχοντας τα μάτια του κλειστά.
Ο Λούθιεν τον πλησίασε προσπαθώντας να μην τον ενοχλήσει, ενώ ταυτόχρονα παρακολουθούσε τον δράκο που επέστρεφε. Πήγε να φωνάξει πάλι στον Μπριντ’Αμούρ, αλλά σταμάτησε ξαφνιασμένος όταν είδε ότι τα δάχτυλα του μάγου είχαν εξαφανιστεί, είχαν βουλιάξει μέσα στον κορμό της ιτιάς! Στρέφοντας το βλέμμα του στο πρόσωπο του φίλου του, είδε μια βαθιά γαλήνη να έχει απλωθεί στα χαρακτηριστικά του. Όταν κοίταξε πάλι τα χέρια του, πρόσεξε ότι είχαν μπει στον κορμό μέχρι τους καρπούς!
«Δώσε μου τη δύναμή σου», ψιθύρισε πάλι ο Μπριντ’Αμούρ, όμως σε μια γλώσσα που ο Λούθιεν δεν καταλάβαινε, μια γλώσσα όχι από λέξεις αλλά από μουσική, τη μουσική της αιώνιας αρμονίας που είχε δημιουργήσει τον κόσμο δίνοντας στο δέντρο τη δύναμη και τη μακροζωία του, τη μουσική των δυνάμεων οι οποίες στήριζαν την πλάση.
Ο Λούθιεν, μην ξέροντας τι να κάνει, κοίταξε πάλι προς τον δράκοντα και τον είδε να έρχεται ολοταχώς προς το μέρος τους. Φωνάζοντας απελπισμένα στον φίλο του έκανε μια βουτιά στο πλάι, μακριά από τον Μπριντ’Αμούρ και την ιτιά, πέφτοντας στις ρίζες ενός άλλου μεγάλου δέντρου.
Ο Γκρινσπάροου εξέβαλε έναν εκκωφαντικό βρυχηθμό, που κορυφώθηκε με την εκτόξευση εκείνης της τρομερής πύρινης λαίλαπας. Την ίδια στιγμή, καθώς ο Μπριντ’Αμούρ φώναξε εκστατικά, μια πράσινη λάμψη αγκάλιασε τον μάγο, ανέβηκε στα χέρια του περνώντας μέσα στο δέντρο για να εξαπλωθεί στα κλαδιά του με μια ένταση που όλο και μεγάλωνε.
Η πύρινη ανάσα του δράκοντα σάρωσε τα πάντα. Ο Λούθιεν προσπάθησε να σκάψει το χώμα, να χωθεί μέσα. Τα μάτια του τον έκαιγαν, ενώ αισθάνθηκε τα πνευμόνια του έτοιμα να σκάσουν. Δεν ήθελε ούτε να σκέφτεται τη μοίρα του Μπριντ’Αμούρ, που δεν είχε την προστασία του υπέροχου μαγικού μανδύα κι έτσι θα λαμπάδιαζε σίγουρα.
Και όντως, οι φλόγες έπεσαν πάνω στον μάγο αλλά ο Μπριντ’Αμούρ δεν τις αισθάνθηκε, όπως δεν τις αισθάνθηκε και η μεγάλη ιτιά. Γιατί, καθώς ο Μπριντ’Αμούρ είχε γίνει μέρος του δέντρου και το δέντρο είχε γίνει μέρος του, ενώ εκείνος είχε αποκτήσει ένα μέρος της ανθεκτικότητάς του, η ιτιά είχε αποκτήσει την πνευματική του ισχύ. Τα εύκαμπτα κλαδιά της που κρέμονταν πάνω από τον βάλτο υψώθηκαν και χτύπησαν τον δράκοντα καθώς περνούσε από πάνω.
Ο Γκρινσπάροου αιφνιδιάστηκε από ένα μεγάλο κλαδί που ανέβηκε και τον χτύπησε ανάμεσα στα μάτια, ενώ ένα άλλο τύλιξε σφιχτά το αριστερό φτερό του. Ο δράκος άρχισε να περιστρέφεται ανεξέλεγκτα στον αέρα. Τα κλαδιά λύγισαν, στρίφτηκαν και τελικά έσπασαν.
Τώρα ήταν ο Μπριντ’Αμούρ που ξεφώνισε από πόνο, ενώ η βία της σύγκρουσης με τον δράκοντα διέλυσε την συνένωσή του με το δέντρο αφήνοντάς τον καθισμένο στο υγρό έδαφος να αναρωτιέται γιατί υψώνονταν καπνοί από τον γαλάζιο χιτώνα του. Όταν κοίταξε την ιτιά, του ξέφυγε ένα βογγητό. Πολλά από τα κλαδιά της είχαν σπάσει και ο κορμός ήταν μισοξεριζωμένος, καθώς το πελώριο δέντρο είχε γείρει στο πλάι από το βάρος και την ορμή του δράκου.
Ο Μπριντ’Αμούρ ήθελε να τρέξει στην ιτιά, να την παρηγορήσει, να την ευχαριστήσει, να της δώσει τις δυνάμεις του για να επουλώσει τα τραύματά της. Είχε άλλα προβλήματα όμως γιατί ο δράκος, μετά την απρόσμενη σύγκρουση, έπεσε με ένα τρομερό τράνταγμα και σύρθηκε στο έδαφος με ορμή που συνέτριψε τη βλάστηση σε μια λωρίδα εκατό μέτρων. Δεν είχε νικηθεί όμως. Απελευθερώθηκε από τη βλάστηση και τα σπασμένα κλαδιά, σηκώθηκε όρθιος και γύρισε προς τον Μπριντ’Αμούρ. Το ένα φτερό του ήταν σπασμένο και θα χρειαζόταν καιρό για να θεραπευτεί. Ο δράκοντας δεν μπορούσε να πετάξει. Ο Γκρινσπάροου συσπειρώθηκε στο έδαφος σαν ένα γιγάντιο αιλουροειδές, με τα κιτρινοπράσινα μάτια του καρφωμένα στον μικροσκοπικό άνθρωπο που του είχε προκαλέσει τόσο πόνο.
Με ένα και μοναδικό άλμα βρέθηκε αρκετά κοντά στον Μπριντ’Αμούρ ώστε να μπορέσει να τον κάψει με την πύρινη ανάσα του. Ήδη ετοιμαζόταν ανοίγοντας το στόμα του.
Αλλά ο μάγος ήταν έτοιμος. Άγγιξε με τη μαγεία του το έδαφος κάτω από τα πόδια του αντλώντας υγρασία και σταμάτησε τη φωτιά του δράκου με ένα τείχος νερού. Μετά πέρασε στην αντεπίθεση εξαπολύοντας έναν κεραυνό ενέργειας που διαπέρασε τις φωτιές και χτύπησε τον Γκρινσπάροου.
Ο Λούθιεν έτρεμε ζαρωμένος στο έδαφος βουλώνοντας τα αφτιά του για να τα προστατέψει από τα μουγκρητά του θηρίου και της φωτιάς, που συνεχιζόταν ασταμάτητα, με τα δευτερόλεπτα να μοιάζουν ώρες. Το μόνο που ήθελε ο Λούθιεν ήταν μία μόνο εισπνοή, αλλά τούτη δεν υπήρχε πουθενά. Το μόνο που ήθελε ήταν να σηκωθεί για να τρέξει μακριά, αλλά τα πόδια του δεν τον υπάκουαν. Ο κόσμος φάνηκε να χάνεται μέσα στο σκοτάδι κι ένιωσε σαν να πέφτει σε ένα απύθμενο πηγάδι.