«Έχω ζήσει στο Κάερ Μακντόναλντ», είπε σοβαρός στην Κατρίν, όταν επιτέλους είδαν από μακριά την Νταν Βάρνα με το μεγάλο λευκό μέγαρο, την κατοικία των Μπέντγουιρ. «Έχω πάει στο Έραντοχ, έχω φτάσει μέχρι το Πρίνσταουν στο Άβον, δίπλα στον βασιλιά μας. Ξαφνικά όμως όλα αυτά φαίνονται πολύ μακριά από την πραγματικότητα της Νταν Βάρνα».
«Νιώθω σαν να μη φύγαμε ποτέ από δω», συμφώνησε η Κατρίν. Αφού γύρισε στον Λούθιεν, κοιτάχτηκαν στα μάτια και, μέσα από αυτό το βλέμμα, ήταν σαν να μοιράζονταν τα συναισθήματά τους. Και για τους δύο αυτό το ταξίδι στο νησί ήταν σαν μια περιήγηση μέσα στις αναμνήσεις τους, μια εμπειρία που τους έφερνε πίσω σε πιο απλές, από πολλές απόψεις πιο ευτυχισμένες μέρες.
Το Εριαντόρ ήταν σε καλύτερη κατάσταση τώρα, είχε ελευθερωθεί από τον Γκρινσπάροου, οπότε οι κάτοικοι του Μπέντγουιντριν, αλλά κι όλης της χώρας, δεν ήταν πια υποχρεωμένοι να ανέχονται τους κτηνώδεις Κυκλωπιανούς. Όμως, για πολλά χρόνια ο Γκρινσπάροου ήταν ένα όνομα χωρίς νόημα σε αυτή την περιοχή, ένας μακρινός βασιλιάς που δεν επηρέαζε την καθημερινή ζωή του Λούθιεν Μπέντγουιρ και της Κατρίν Ο’ Χέιλ. Μόνο όταν έφτασαν στην Νταν Βάρνα δύο αξιωματούχοι του, ο υποκόμης Όμπρεϊ και ο βαρόνος Γουίλμον φέρνοντας μαζί τους την αλήθεια του τυραννικού τους βασιλιά, κατάλαβε ο Λούθιεν την κατάσταση της χώρας του.
Η άγνοια χαρίζει γαλήνη, σκέφτηκε ο Λούθιεν κοιτάζοντας το κατάλευκο μέγαρο των Μπέντγουιρ στη λοφοπλαγιά που έβλεπε προς τη θάλασσα. Είχε περάσει ενάμισης χρόνος από τότε που έμαθε την αλήθεια για τον κόσμο του και που εγκατέλειψε το σπίτι του. Μόνο ενάμισης χρόνος, αλλά μέσα σε αυτό το διάστημα τα πάντα είχαν αλλάξει στη ζωή του. Θυμήθηκε το τελευταίο ολόκληρο καλοκαίρι που είχε ζήσει στην Νταν Βάρνα πριν από δύο χρόνια, όταν περνούσε τη μέρα του κάνοντας προπόνηση στην αρένα ή ψαρεύοντας σε κάποιον από τους πολλούς κόλπους κοντά στην πόλη ή τριγυρίζοντας μόνος με τον Ριβερντάνσερ. Ή συχνά έκανε βόλτες με την Κατρίν Ο’ Χέιλ, καθώς προσπαθούσαν οι δυο τους να καταλάβουν τον έρωτα, μαθαίνοντας μαζί και γελώντας μαζί.
Ακόμη κι αυτό είχε αλλάξει, σκέφτηκε ο Λούθιεν κοιτάζοντας την όμορφη γυναίκα. Η αγάπη του για την Κατρίν ήταν τώρα βαθύτερη, γιατί είχε αποδείξει στον εαυτό του ότι την αγαπά πραγματικά και ότι θα είναι η σύντροφός του σε όλη του τη ζωή.
Παρ’ όλα αυτά, εκείνες οι εφηβικές μέρες είχαν κάτι πιο συναρπαστικό: οι αβέβαιες προσπάθειες, το πρώτο φιλί, το πρώτο άγγιγμα, το πρώτο πρωινό που ξύπνησαν αγκαλιασμένοι γελώντας και προσπαθώντας να βρουν κάποιο ψέμα για να ξεγελάσουν τον Γκάχρις, πατέρα του Λούθιεν και κηδεμόνα της Κατρίν, που ίσως να τους τιμωρούσε ή να έστελνε την Κατρίν πίσω στο Χέιλ.
Ήταν ωραία η ζωή στη Νταν Βάρνα, τότε.
Μετά όμως ήλθε ο Όμπρεϊ με την Αβονίζ, την αρωματισμένη πόρνη που είχε διατάξει τον θάνατο του Γκαρθ Ρόγκαρ, του αγαπημένου φίλου του Λούθιεν. Αυτοί οι δύο άνοιξαν τα μάτια του Λούθιεν δίνοντάς του να καταλάβει την υποταγή του Εριαντόρ και κάνοντάς τον να δει την αλήθεια για την υποτιθέμενη αριστοκρατία του Άβον. Αυτοί οι φαντασμένοι λιμοκοντόροι ανάγκασαν τον Λούθιεν να χύσει για πρώτη φορά αίμα —το αίμα ενός Κυκλωπιανού φρουρού— και να φύγει από το σπίτι του σαν φυγάς.
«Αναρωτιέμαι αν η Αβονίζ είναι αλυσοδεμένη ακόμη», ξέφυγε του Λούθιεν, αν και είχε σκοπό να κρατήσει τις σκέψεις του για τον εαυτό του.
«Ο κόμης Γκάχρις την έστειλε νότια», απάντησε η Κατρίν. «Έτσι μου είπε, τουλάχιστον, ένας από τους ναύτες του πορθμείου».
Τα μάτια του Λούθιεν άνοιξαν από την κατάπληξη. Ώστε τελικά ο πατέρας του ελευθέρωσε τη γυναίκα που προκάλεσε το θάνατο του αγαπημένου του φίλου; Για μια στιγμή αισθάνθηκε για τον Γκάχρις την ίδια περιφρόνηση που είχε νιώσει όταν έμαθε ότι, σε μια στιγμή δειλίας, έστειλε τον μεγαλύτερο αδελφό του, τον Ίθαν, να πεθάνει στον πόλεμο, επειδή φοβόταν ότι μπορεί να του προκαλούσε προβλήματα με τους λακέδες του Γκρινσπάροου.
«Αλυσοδεμένη;» τόλμησε να ρωτήσει ο Λούθιεν, προσευχόμενος να είναι καταφατική η απάντηση.
Η Κατρίν κατάλαβε την ξαφνική ταραχή του. «Σε φέρετρο», του απάντησε. «Φαίνεται ότι η αρχόντισσα Αβονίζ δεν άντεξε στα μπουντρούμια της Νταν Βάρνα».
«Δεν υπάρχουν μπουντρούμια στην Νταν Βάρνα», διαμαρτυρήθηκε ο Λούθιεν.
«Ο πατέρας σου έφτιαξε ένα ειδικά γι’ αυτήν», απάντησε η Κατρίν.
Ο Λούθιεν ικανοποιήθηκε με την απάντηση, παρ’ όλα αυτά όμως τα συναισθήματά του ήταν ανάμεικτα όταν μπήκαν στην Νταν Βάρνα και ακολούθησαν τους λιθόστρωτους δρόμους μέχρι την μεγαλόπρεπη είσοδο του μεγάρου Μπέντγουιρ.